Category:LSJ
Liddell, Scott, Jones Ancient Greek Lexicon (LSJ)
Pages in category "LSJ"
The following 200 pages are in this category, out of 128,663 total.
(previous page) (next page)'
Ή
Α
- Α α
- αθανής
- αὔελλα
- αὔθαιμος
- αὖθιν
- αὖροι
- αὖτιν
- αὐάτα
- αὐήτω
- αὐγῖτις
- Αὐγούστειος
- Αὐγουστάλιος
- Αὐδναῖος
- Αὐδουναῖος
- αὐερός
- αὐθήμερα
- αὐθαδία
- αὐθαδειάζομαι
- αὐθαμέραν
- αὐθημερί
- αὐθημερόν
- αὐθορίτους
- αὐθορόν
- αὐθωρί
- αὐθωρόν
- αὐθωρεί
- αὐκάν
- αὐκήλως
- αὐκηρεσίη
- αὐκυών
- αὐλίξ
- αὐλίξαι
- αὐλαρχία
- αὐξίκερως
- αὐξίτω
- Αὐξησία
- αὐτάλκης
- αὐτάντας
- αὐτάρεστος
- αὐτόγη
- αὐτόγνωστος
- αὐτόκρας
- αὐτόμολπα
- αὐτόχρους
- αὐτόϊσον
- αὐταμέριν
- αὐταυτόν
- αὐταυτᾶς
- αὐταυταῖς
- αὐταυτῆς
- αὐταυτοῦ
- αὐταυτῶ
- αὐτεπιστασία
- αὐτῖ
- Αὐτναῖος
- αὐτοάηρ
- αὐτοαγαθόν
- αὐτογνωμοσύνη
- αὐτοδακής
- αὐτοεξουσιότης
- αὐτοκρατορεία
- αὐτολαλητής
- αὐτομαθία
- αὐτοματί
- αὐτονυχεί
- αὐτονυχηδίς
- αὐτοπυρίτης
- αὐτοσίδαρος
- αὐτοσχεδιαστός
- αὐτοτόκος
- αὐτοχροιηδόν
- αὐτοψί
- αὐτοϊσότης
- αὐτῶ
- αὐχάν
- αὐχμάω
- αἰ
- αἰάζω
- Αἰάντειος
- αἰέλιοι
- αἰέλουρος
- αἰέν
- αἰέναος
- αἰένυπνος
- αἰές
- αἰέτιον
- αἰόλειος
- αἰόλησις
- Αἰόλιος
- αἰόλισμα
- αἰόλλω
- αἰόλος
- αἰόνημα
- αἰόνησις
- αἰών
- αἰώνιον
- αἰώνιος
- αἰώνισμα
- αἰώρα
- αἰώρημα
- αἰώρησις
- αἰαγμός
- αἰακίξ
- αἰακίς
- αἰακτός
- αἰανής
- αἰανός
- Αἰαντίδης
- αἰαντόν
- αἰαστής
- αἰαφοί
- αἰαῖ
- αἰβάνη
- αἰβετός
- αἰβοῖ
- αἰγάριον
- αἰγέα
- αἰγήκης
- αἰγίβοσις
- αἰγίβοτος
- αἰγίδιον
- αἰγίζω
- αἰγίθαλλος
- αἰγίθαλος
- αἰγίκερας
- αἰγίκνημος
- αἰγίλιψ
- αἰγίλωψ
- αἰγίνη
- αἰγίνομος
- αἰγίοθος
- αἰγίοχος
- Αἰγίπαν
- Αἰγίπλαγκτος
- αἰγίπλαγκτος
- Αἰγίπους
- αἰγίπους
- αἰγίποψ
- αἰγίπυρος
- αἰγίς
- αἰγίσκος
- αἰγόδορος
- αἰγόκερας
- αἰγόκερως
- αἰγόλεθρος
- αἰγόμορον
- αἰγόνυξ
- αἰγόπλαστος
- αἰγόστασις
- αἰγότριψ
- αἰγόφθαλμος
- Αἰγύπτειος
- αἰγύπτης
- Αἰγύπτιος
- αἰγώλιος
- αἰγών
- Αἰγαίων
- αἰγανέη
- Αἰγαῖος
- αἰγείρινος
- αἰγειρών
- αἰγειρῖται
- αἰγειροφόρος
- αἰγελάτης
- Αἰγεῖον
- αἰγιάζω
- αἰγιάλειος
- αἰγιάς
- αἰγιόνομοι
- αἰγιαλίτης
- αἰγιαλός
- αἰγιαλώδης
- αἰγιαλώτης
- αἰγιαλεύς
- αἰγιαλικός
- αἰγιαλοφύλαξ
- αἰγιβάτης
- αἰγιβότης
- αἰγιβότος
- αἰγικόν
- αἰγικός
- Αἰγικορεῖς
- αἰγικορεῖς
- αἰγιλάδην
- αἰγιλώπιον
- αἰγιλωπικός
- Αἰγινήτης
- αἰγινόμος
- Αἰγιναῖος
- Αἰγινῆτις
- Αἰγινητικός
- αἰγινομεύς
- Αἰγιπόδης