Category:Thayer's Greek Lexicon
Joseph Henry Thayer's Greek Lexicon
Pages in category "Thayer's Greek Lexicon"
The following 200 pages are in this category, out of 5,235 total.
(previous page) (next page)H
Ό
Α
- Α α
- Αλιέζερ
- Ανανιας
- Αραμ
- Αρφαξάδ
- Ασηρ
- Ασσος
- Αφραιμ
- αἰών
- αἰώνιος
- αἰγιαλός
- αἰδώς
- Αἰθίοψ
- Αἰνέας
- αἰνέω
- Αἰνών
- αἰσθάνομαι
- αἰσθητήριον
- αἰσχύνη
- αἰσχύνω
- αἰσχρός
- αἰσχρότης
- αἰσχροκερδής
- αἰσχροκερδῶς
- αἰσχρολογία
- αἰτέω
- αἰτία
- αἰτίαμα
- αἰχμάλωτος
- αἰχμαλωσία
- αἰχμαλωτίζω
- αἰχμαλωτεύω
- αἱματεκχυσία
- αἱρέω
- αἱρετίζω
- αἱρετικός
- αἴγειος
- Αἴγυπτος
- αἴνεσις
- αἴνιγμα
- αἴρω
- αἴσθησις
- αἴτημα
- αἴτιάομαι
- αἴτιος
- αἵρεσις
- αἶνος
- αἷμα
- αὐγάζω
- αὐγή
- Αὐγοῦστος
- αὐθάδης
- αὐθαίρετος
- αὐθεντέω
- αὐλέω
- αὐλή
- αὐλίζομαι
- αὐλός
- αὐλητής
- Αὐνίκῃ
- Αὐοδία
- αὐστηρός
- αὐτάρκεια
- αὐτάρκης
- αὐτόματος
- αὐτόπτης
- αὐτόχειρ
- αὐτοκατάκριτος
- αὐτοῦ
- Αὐφράτης
- αὐχέω
- αὐχμηρός
- Αὔβουλος
- αὔξησις
- αὔριον
- αὑτοῦ
- Αὕα
Β
- Βάαλ
- βάθος
- βάλλω
- βάπτισμα
- βάπτω
- βάρβαρος
- βάρος
- βάσανος
- βάσις
- βάτος
- βάτραχος
- βάϊον
- βέβαιος
- βέβηλος
- βέλος
- Βέροια
- βήρυλλος
- βία
- βίαιος
- βίβλος
- βίος
- βίωσις
- Βόες
- βόθυνος
- βόρβορος
- βόσκω
- βότρυς
- βύσσινος
- βύσσος
- Βαβυλών
- βαθέως
- βαθύνω
- βαθμός
- Βαλάκ
- βαλάντιον
- Βαλαάμ
- βαπτίζω
- βαπτισμός
- βαπτιστής
- Βαράκ
- βαρέω
- βαρέως
- βαρύνω
- βαρύς
- βαρύτιμος
- Βαραββᾶς
- Βαραχίας
- Βαρθολομαῖος
- Βαριησοῦς
- Βαριωνας
- Βαρναβᾶς
- Βαρσαββᾶς
- Βαρτιμαῖος
- βασίλειος
- βασίλισσα
- βασανίζω
- βασανισμός
- βασανιστής
- βασιλεία
- βασιλεύς
- βασιλεύω
- βασιλικός
- βασκαίνω
- βαστάζω
- βαττολογέω
- βδέλυγμα
- βδελύσσω
- βδελυκτός
- βεβαίωσις
- βεβαιόω
- βεβηλόω
- Βελιαλ
- βελτίων
- Βενιαμίν
- Βερνίκη
- Βηδσαιδα
- Βηθαβαρᾶ
- Βηθανία
- Βηθεσδά
- Βηθλημ
- Βηθφαγή
- Βηλζεβουλ
- βιάζω
- βιόω
- βιαστής
- βιβλίον
- βιβλαρίδιον
- βιβρώσκω
- Βιθυνία
- βιωτικός
- βλάπτω
- Βλάστος
- βλάσφημος
- βλέμμα
- βλέπω
- βλαβερός
- βλαστάνω
- βλασφημέω
- βλασφημία
- βλητέος
- βοάω
- βοήθεια
- βούλημα
- βούλομαι
- Βοανεργές
- βοηθέω
- βοηθός
- βολή
- βολίζω
- βολίς
- βορρᾶς
- Βοσόρ