Index:LowDiacritics/Ο
ΟΑ
ΟΒ
- οβάλλω
- όβδη
- οβελεία
- οβελία
- οβελιαίος
- οβελίας
- οβελιαφόρος
- οβελίζω
- οβελισκολύχνιον
- οβελίσκος
- οβελισμός
- οβελίτης
- οβελός
- οβολιαίος
- οβολιμαίος
- οβολίσκος
- οβολισμός
- οβολολογέω
- οβολός
- οβολοστατέω
- οβολοστατήρ
- οβολοστάτης
- όβρια
- Οβριάρεως
- οβρίκαλα
ΟΓ
- ογάστριος
- ογάστωρ
- ογδοαδικός
- ογδοαίος
- ογδοάς
- ογδοατικός
- ογδόατος
- ογδόδιον
- ογδοήκοντα
- ογδοηκοντάδραχμος
- ογδοηκοντάλιθος
- ογδοηκοντάπηχυς
- ογδοηκοντάρουρος
- ογδοηκοντατάλαντος
- ογδοηκοντατέσσαρες
- ογδοηκοντούτης
- ογδοηκοσταίος
- ογδοηκοστός
- ογδοημόριον
- ογδοιη-
- ογδοιηκοντάδραχμος
- ογδοιο-
- όγδοος
- ογδώκοντα
- ογδωκονταέτης
ΟΔ
- όδα
- οδάβα
- όδαγμα
- οδαγμός
- οδαγός
- οδαίος
- οδακτάζω
- οδακτίζω
- οδάξ
- οδαξάω
- οδαξησμός
- οδαξητικός
- οδάξω
- οδαξώδης
- οδαρός
- οδασμένος
- οδάχα
- οδάω
- όδε
- οδεία
- οδείν
- οδελονόμος
- οδελός
- όδευμα
- οδεύσιμος
ΟΕ
ΟΖ
- όζαινα
- οζαινικός
- οζαινίτης
- οζαίνομαι
- οζαλέος
- οζειέα
- όζη
- οζήκεις
- Οζόλαι
- όζολις
- Οζολίς
- οζομενία
- οζόομαι
- όζος
- οζόστομος
- οζόχρωτος
- όζυγες
- όζω
- οζώδης
- οζωτός
ΟΗ
ΟΘ
- όθεν
- όθεσαν
- οθέτη
- οθεύει
- οθέω
- όθη
- όθημον
- όθι
- όθιζα
- όθλεις
- όθμα
- όθμισμα
- οθνείος
- οθνιότυμβος
- όθομαι
- οθονείδιον
- οθόνη
- οθονιακός
- οθονιηρά
- οθόνινος
- οθόνιον
- οθονιοπλόκος
- οθονιοποιός
- οθονιοπώλης
- οθόννα
ΟΙ
- οι
- οι
- οι
- οιαδόν
- οιακηδόν
- οιακίζω
- οιάκιον
- οιάκισμα
- οιακιστής
- οιακονομέω
- οιακονόμος
- οιακοστροφέω
- οιακοστρόφος
- οιάκωσις
- οίαξ
- οίαροι
- οιάς
- οιατά
- Οιάται
- οιάτειον
- οιάτης
- Οιάτις νομός
- οιάω
- οιβοιβοί
- οίβος
ΟΚ
- όκα
- όκα
- οκέλλω
- όκη
- οκιμβάζω
- όκκα
- όκκαβος
- όκκον
- οκκύλαι
- οκλαδία
- οκλαδίας
- όκλαδις
- οκλαδιστί
- οκλαδόν
- οκλάζω
- οκλάξ
- οκλάς
- όκλασις
- όκλασμα
- οκνάδραστον
- οκναλέος
- οκνείω
- οκνέω
- οκνηρεύω
- οκνηρία
ΟΛ
- όλα
- ολαγμεύειν
- ολαεί
- ολαθεί
- ολαί
- ολαιμεύς
- ολαιτοί
- ολάργυρος
- ολατοί
- ολάχνιον
- ολάω
- ολβακήια
- ολβάχιον
- ολβάχνιον
- ολβήεις
- ολβία
- Όλβια
- Ολβία
- ολβίζω
- ολβιόβιος
- ολβιογάστωρ
- ολβιοδαίμων
- ολβιόδωρος
- ολβιοδώτης
- ολβιοεργός
ΟΜ
- ομ-
- ομά
- ομαγυρής
- Ομαγύριος
- ομάγυρις
- ομάδελφος
- ομαδεύω
- ομαδέω
- ομαδίς
- όμαδος
- ομάζω
- ομαίμιος
- όμαιμος
- ομαιμοσύνη
- ομαιμότης
- ομαίμων
- ομάϊον
- ομαιχμέω
- ομαιχμία
- όμαιχμος
- ομακοείον
- ομακόιον
- ομάκοοι
- ομαλείς
- ομαλεύς
ΟΝ
- ον-
- οναγός
- ονάγρα
- ονάγρεια
- ονάγρινος
- ονάγριον
- οναγρόβοτος
- όναγρον
- όναγρος
- οναίνειν
- όναιον
- ονάλα
- ονάλουμα
- όναρ
- οναρίδιον
- ονάριον
- ονάς
- ονάς
- όνασθαι
- ονασίπολις
- όνασις
- όναται
- ονάτωρ
- όνδικος
- όνε
ΟΞ
- οξάλειος
- οξαλίς
- οξάλμη
- οξέα
- οξεία
- οξέινος
- οξέλαιον
- οξερίας
- οξηλίς
- οξηρός
- οξίδιον
- οξίζω
- οξίνα
- οξίνης
- όξινος
- οξίς
- οξίτις
- οξόβαφον
- οξόγαρον
- οξοπώλης
- όξος
- οξύα
- οξυάκανθα
- οξυάκανθος
- οξυακοία
ΟΟ
ΟΠ
- όπα
- όπα
- οπαδέω
- οπάδησις
- οπαδός
- οπάζω
- οπαίος
- οπάλλιος
- οπανίκα
- οπαστόν
- οπατόν
- οπάτριος
- όπατρος
- οπάων
- όπεας
- όπει
- οπέρ
- όπερ
- οπεραμερία
- οπερδικίω
- οπεύει
- οπέων
- οπή
- όπη
- οπηδεύω
ΟΡ
- οραίος
- όραμα
- οραματίζομαι
- οραματισμός
- οραματιστής
- όραμνος
- ορανός
- όρανος
- οράριον
- όρασις
- ορατέον
- ορατήρ
- ορατής
- ορατίζω
- ορατικός
- ορατός
- Οράτριος
- οραυγέομαι
- οράω
- ορβικλάτον
- ορβιοποιέω
- ορβιοπωλείον
- ορβιοπώλης
- ορβιοπωλία
- ορβοπώλης
ΟΣ
- ος
- όσα
- οσάγωνος
- οσάκις
- οσακισδήποτε
- οσακισούν
- οσαπλάσιος
- οσαπλασίων
- οσαχή
- οσαχοί
- οσαχού
- οσαχώς
- όσγε
- όσδε
- όσδος
- οσέτη
- οσημέραι
- οσθάλη
- οσία
- οσιεύω
- όσιος
- οσιότης
- οσιουργήσαι
- οσιόω
- Οσιριάζω
ΟΤ
- ότα
- όταμπερ
- όταν
- ότε
- οτείος
- ότεο
- οτέοισιν
- ότερος
- ότευ
- ότεω
- ότεων
- οτήμος
- ο τι
- ότι
- οτιαφόροι
- οτιή
- ότινα
- ότινας
- οτίος
- οτιούν
- ότιπερ
- ότις
- οτλεύω
- οτλέω
- ότλημα
ΟΥ
- ου
- ου
- ου
- ου
- ουΐτουλος
- ουά
- ούα
- ούαδας
- ουαί
- ουάραι
- ούαρον
- ουαστής
- ουαστής
- ούατα
- ουάτιον
- ουατόεις
- ουατοκοίτης
- ου γαρ
- ου γαρ αλλά
- ου γαρ δή
- ου γαρ ούν
- ου γαρ που γε
- ου γαρ που… γε
- ου γαρ τοι
- ουγγία
ΟΦ
- οφ
- όφατα
- οφείδιον
- οφείλεια
- οφειλέσιον
- οφειλέτης
- οφειλέω
- οφειλή
- οφείλημα
- οφείλησις
- οφειλόντως
- οφείλω
- οφελής
- οφέλλιμος
- οφέλλιον
- οφέλλω
- όφελμα
- οφελμός
- όφελος
- οφελός
- οφέλσιμος
- οφελτρεύω
- όφελτρον
- οφεόδηκτος
- οφεοπρόσωπος
ΟΧ
- όχα
- οχάνη
- όχανον
- οχάομαι
- οχεά
- οχεία
- οχείον
- οχείος
- όχεσφι
- οχεταγωγέω
- οχετάριος
- οχετεία
- οχέτευμα
- οχετεύω
- οχετηγέω
- οχετηγία
- οχετηγός
- οχέτιον
- όχετλον
- οχετόκρανον
- οχετός
- όχευμα
- οχεύς
- όχευσις
- οχευτής
ΟΨ
- οψ
- οψάγονος
- οψαμάτης
- όψανον
- οψάομαι
- οψαρίδιον
- οψάριον
- οψαριοπωλείον
- οψαριοπώλης
- οψαρότης
- οψαρτυσία
- οψαρτυτής
- οψαρτυτικός
- οψαρτύω
- οψέ
- οψείω
- όψημα
- οψημέρα
- οψητήρ
- όψι
- οψία
- οψιαίτατος
- οψιαίτερος
- οψιανθέω
- οψιανθής