Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Lătreūs, ĕī ou ĕos, m. (Λατρεύς), nom d’un Centaure : Ov. M. 12, 463.