Anonymous

ἀκατάσχετος: Difference between revisions

From LSJ
2
(T22)
(2)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[κατέχω]], to [[restrain]], [[control]]), [[that]] cannot be restrained: R G. (Diodorus 17,38 [[ἀκατάσχετος]] δάκρυα, others.)  
|txtha=([[κατέχω]], to [[restrain]], [[control]]), [[that]] cannot be restrained: R G. (Diodorus 17,38 [[ἀκατάσχετος]] δάκρυα, others.)  
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάσχετος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί, να σταματήσει<br />«ακατάσχετη [[ορμή]], [[φλυαρία]], [[αιμορραγία]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατασχέθηκε αναγκαστικά (για την [[ικανοποίηση]] του δανειστή) ή που δεν υπόκειται σε [[κατάσχεση]]<br /><b>2.</b> το ουδέτ. και ως ουσιαστικό, <i>το ακατάσχετον</i><br />«το ακατάσχετον του μισθού».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κατέχω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκατασχεσία]].
}}
}}