3,277,286
edits
(T21) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(ης, ἡ;<br /><b class="num">1.</b> [[necessity]], imposed [[either]] by the [[external]] [[condition]] of things, or by the [[law]] of [[duty]], [[regard]] to [[one]]'s [[advantage]], [[custom]], [[argument]]: κατ' ἀνάγκην [[perforce]] (opposed to [[κατά]] [[ἑκούσιον]]), ἐξ ἀνάγκης of [[necessity]], compelled, [[necessarily]]); [[ἔχω]] ἀνάγκην I [[have]] (am compelled by) [[necessity]], ([[also]] in Greek writings): R L brackets; ἀν. μοι ἐπίκειται [[necessity]] is laid [[upon]] me, [[ἀνάγκη]] (equivalent to [[ἀναγκαῖον]] ἐστι) followed by an infinitive: Diodorus 4,43), [[but]] [[very]] [[common]] in Hellenistic writings ([[also]] in Josephus, b. j. 5,13, 7, etc.; [[see]] Winer s Grammar, 30), [[calamity]], [[distress]], straits: ἐν ἀνάγκαις, 2 Corinthians 12:10. | |txtha=(ης, ἡ;<br /><b class="num">1.</b> [[necessity]], imposed [[either]] by the [[external]] [[condition]] of things, or by the [[law]] of [[duty]], [[regard]] to [[one]]'s [[advantage]], [[custom]], [[argument]]: κατ' ἀνάγκην [[perforce]] (opposed to [[κατά]] [[ἑκούσιον]]), ἐξ ἀνάγκης of [[necessity]], compelled, [[necessarily]]); [[ἔχω]] ἀνάγκην I [[have]] (am compelled by) [[necessity]], ([[also]] in Greek writings): R L brackets; ἀν. μοι ἐπίκειται [[necessity]] is laid [[upon]] me, [[ἀνάγκη]] (equivalent to [[ἀναγκαῖον]] ἐστι) followed by an infinitive: Diodorus 4,43), [[but]] [[very]] [[common]] in Hellenistic writings ([[also]] in Josephus, b. j. 5,13, 7, etc.; [[see]] Winer s Grammar, 30), [[calamity]], [[distress]], straits: ἐν ἀνάγκαις, 2 Corinthians 12:10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀνάγκη]])<br /><b>1.</b> αυτό που επιβάλλεται από τη [[φύση]] τών πραγμάτων, [[πίεση]], [[εξαναγκασμός]]<br /><b>2.</b> [[χρεία]] προσώπου ή πράγματος<br /><b>3.</b> δύσκολη [[περίσταση]], [[στενοχώρια]]<br /><b>4.</b> [[φυσική]] [[παρόρμηση]], [[επιθυμία]]<br /><b>5.</b> έμφυτη [[τάση]], φυσικές ορμές<br /><b>6.</b> (απρόσωπη [[φράση]]) «[[είναι]] [[ανάγκη]]» (αρχ. «[[ἀνάγκη]] ἐστί») [[πρέπει]] να...<br /><b>7.</b> (επιρρηματική [[φράση]]) «εξ ανάγκης», «κατ' [[ανάγκη]](ν)», αναγκαστικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οικονομική [[στενοχώρια]], [[έλλειψη]] χρημάτων<br /><b>2.</b> η [[διάθεση]] για [[αποπάτηση]], η [[αποπάτηση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[άνθρωπος]] της ανάγκης», [[φτωχός]]<br />«[[δημόσια]] [[ανάγκη]]», κοινό [[συμφέρον]] «είδη πρώτης ανάγκης», στοιχειώδη, απαραίτητα για την καθημερινή ζωή<br />«έχω [[ανάγκη]]», [[χρειάζομαι]]<br />«έχω την [[ανάγκη]] κάποιου», εξαρτώμαι από αυτόν, μού χρειάζεται η [[βοήθεια]] ή η [[προστασία]] του<br />«ήταν [[ανάγκη]];» <br />α) λέγεται από αυτόν, [[προς]] τον οποίο προσφέρεται [[κάτι]] ή ως [[φιλοφρόνημα]] [[προς]] αυτόν που επιστρέφει [[κάτι]] δανεικό<br />β) για να δηλώσει [[δυσθυμία]] για κάποια [[κατάσταση]]<br />«[[κάνω]] την [[ανάγκη]] [[φιλοτιμία]]», [[υποκρίνομαι]] ότι [[κάνω]] [[κάτι]] με τη θέλησή μου, ενώ στην [[πραγματικότητα]] εξαναγκάζομαι<br />«κακή [[ανάγκη]] να τον πιάσει» ([[αρρώστια]])<br />(μσν. «τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν, ὅ φασι, ποιησάμενος», Άννα Κομν. 1, 308, 15)<br />«εν [[ανάγκη]]», αν παραστεί [[ανάγκη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἀνάγκαι</i><br />[[δεινά]], συμφορές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ειδ. για βασανιστήρια), [[βιαιότητα]], βία, [[τιμωρία]], [[μέσα]] εξαναγκασμού<br /><b>2.</b> (για περιστάσεις) [[ένταση]]<br /><b>3.</b> [[σωματικός]] [[πόνος]], [[άλγος]], [[κακοπάθεια]]<br /><b>4.</b> [[δεσμός]] αίματος, [[συγγένεια]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἀνάγκαι</i><br />οι νόμοι της φύσης<br /><b>6.</b> (στους ποιητές προσωπ.) <i>ἡ Ἀνάγκη</i><br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ἀνάγκῃ δαιμόνων», «αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι», [[μοίρα]], πεπρωμένο<br />(<b>ως επίρρ.</b>) «ἀνάγκῃ», «ὑπ' ἀνάγκης», «ὑπ' ἀναγκαίης», «δι' ἀνάγκης», «σὺν ἀνάγκᾳ», «πρὸς ἀνάγκαν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με κελτικές λέξεις πού σημαίνουν «[[ανάγκη]], [[μοίρα]]», όπως αρχ. ιρλ. <i>ē</i><i>cen</i>, γαλατ. <i>angen</i>. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. ανάγεται σε ΙΕ <i>∂</i><sub>2</sub><i>en</i>-<i>k</i>-, που βρίσκουμε στο χεττ. <i>henk</i>-<i>an</i> «[[μοιραίος]] [[θάνατος]]», και <i>∂</i><sub>2</sub><i>n</i>-<i>ek</i>-, που μαρτυρείται στην αρχ. ινο. [[ρίζα]] <i>nas</i>-, λατ. <i>nex</i>, <i>noxa</i> κ.α. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με το <i>ἐνεγκεῖν</i>. Υποστηρίχθηκε [[ακόμη]] ότι ο τ. [[ἀνάγκη]] προέρχεται από τα <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἀγκών]]. Κατ' [[άλλη]] [[τέλος]] [[άποψη]], πρόκειται για μεταρρηματικό τ. του ρ. [[ἀναγκάζω]], με κύρια [[σημασία]] «[[παίρνω]] στα χέρια». Μειονέκτημα όλων αυτών τών ερμηνειών» [[είναι]] ότι δεν λαμβάνουν υπ' όψιν την κύρια [[σημασία]] της λ. και τών παραγώγων της, δηλ. «[[εξαναγκασμός]], [[στενοχώρια]]» και «[[συγγένεια]]». Παρ' όλ' αυτά, περισσότερο πιθανή φαίνεται η τελευταία [[άποψη]], [[κατά]] την οποία η λ. [[ἀνάγκη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγκών]], ίσως και [[ἀγκή]] «[[αγκάλη]]», στον Ησύχιο) εκφράζει την [[έννοια]] «[[παίρνω]] στα χέρια», απ όπου «[[εναγκαλισμός]], περίσφιξη, [[στενοχώρια]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναγκάζω]], [[αναγκαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναγκερός]], [[αναγκεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναγκόσιτος]], [[επάναγκες]], [[κατανάγκη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀναγκόδακρυς]], <i>ἀναγκοφορῶ</i>, [[ἐπάναγκος]], [[πειθανάγκη]]. | |||
}} | }} |