Anonymous

ἀνέκφευκτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[inevitable]] ἀνάγκαι D.S.20.54, [[δεσπότης]] Plu.2.166e, cf. Corn.<i>ND</i> 13, Phld.<i>Ir</i>.79, οὐ πᾶσιν ... ἀνέκφευκτα Phld.<i>Sto</i>.p.57.
|dgtxt=-ον<br />[[inevitable]] ἀνάγκαι D.S.20.54, [[δεσπότης]] Plu.2.166e, cf. Corn.<i>ND</i> 13, Phld.<i>Ir</i>.79, οὐ πᾶσιν ... ἀνέκφευκτα Phld.<i>Sto</i>.p.57.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνέκφευκτος]], -ον (Α)<br />ο [[ανίκανος]] να διαφύγει, [[εκείνος]] που δεν μπορεί να δραπετεύσει<br /><b>2.</b> [[άφευκτος]], [[αναπόφευκτος]].
}}
}}