Anonymous

ἀποφθεγματικός: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_6)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que habla por medio de apotegmas]], [[sentencioso]] τοῦς παῖδας ἀποφθεγματικοὺς ... μηχανώμενος Plu.<i>Lyc</i>.19, ἀποφθεγματικὴ καὶ Λακωνικὴ ... [[βραχυλογία]] Plu.<i>Brut</i>.2, cf. Demetr.<i>Eloc</i>.9, Sch.Er.<i>Il</i>.9.497, θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ ἀποφθεγματικούς Epicur.<i>Fr</i>.[29.30] 2.<br /><b class="num">2</b> adv. -κῶς [[sentenciosamente]], [[profundamente]] Eust.1870.46.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que habla por medio de apotegmas]], [[sentencioso]] τοῦς παῖδας ἀποφθεγματικοὺς ... μηχανώμενος Plu.<i>Lyc</i>.19, ἀποφθεγματικὴ καὶ Λακωνικὴ ... [[βραχυλογία]] Plu.<i>Brut</i>.2, cf. Demetr.<i>Eloc</i>.9, Sch.Er.<i>Il</i>.9.497, θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ ἀποφθεγματικούς Epicur.<i>Fr</i>.[29.30] 2.<br /><b class="num">2</b> adv. -κῶς [[sentenciosamente]], [[profundamente]] Eust.1870.46.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀποφθεγματικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά<br /><b>2.</b> [[λιγόλογος]], [[λακωνικός]].
}}
}}