Anonymous

ἄτρακτος: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. ἡ ἄ. Plu.2.271f]<br /><b class="num">1</b> [[huso]] (πλόκαμον) περὶ ἄτρακτον εἱλίξασαι Hdt.4.34, [[ἄτρακτος]] χρύσεος Hdt.4.162, ἡ γυνὴ στρέφουσα τὸν ἄτρακτον Hdt.5.12, cf. Pl.<i>Plt</i>.282e, λίνου μεστὸν ἄτρακτον Ar.<i>Ra</i>.1348, cf. <i>Lys</i>.568, 571, γυνὴ ἐξεπίεσε λίθον ὅσον σπόνδυλον ἀτράκτου Hp.<i>Epid</i>.5.25, cf. Thphr.<i>HP</i> 3.16.4, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1464.16, 17 (Ática IV a.C.), LXX <i>Pr</i>.31.19, cf. Plu.l.c., Nonn.<i>D</i>.33.272<br /><b class="num">•</b>mit. utilizado por Ἀνάγκη Pl.<i>R</i>.616c, cf. 617c, Plot.2.3.9, 15, 3.4.6, por las Moiras, Arist.<i>Mu</i>.401<sup>b</sup>15, ὦ Μοίρας ἄτρυτοι ἀνανκαστῆρες ἄτρακτοι <i>IG</i> 12(7).447.10 (Amorgos I a.C.), cf. Luc.<i>IConf</i>.1, <i>Philops</i>.25, Μοιριδίης ... [[ἄτρακτος]] ἀνάγκης Nonn.<i>D</i>.2.678.<br /><b class="num">2</b> ciruj. [[cauterio]] καῦσαι χρὴ ... πυξίνοις ἀτράκτοισι Hp.<i>Int</i>.28, cf. <i>Vid.Ac</i>.4.<br /><b class="num">3</b> [[flecha]], [[dardo]] πληγέντ' ἀτράκτῳ τοξικῷ τὸν αἰετὸν A.<i>Fr</i>.139.2, νευροσπαδὴς ἄ. S.<i>Ph</i>.290, τὸν γὰρ βαλόντ' ἄτρακτον οἶδα S.<i>Tr</i>.714, πολλοὶ δ' ἀτράκτων τοξόται E.<i>Rh</i>.312, ἀπεκρίνατο ... ἂν ἄξιον εἶναι τὸν ἄτρακτον, λέγων τὸν οἰστόν Th.4.40, (Ἔρως) ἰάλλει ἄτρακτον <i>AP</i> 5.188 (Leon.), cf. Opp.<i>H</i>.4.38, <i>Epic.Alex.Adesp.SHell</i>.939.1, Agath.2.9.4.<br /><b class="num">4</b> [[cofa de un navío]] (καλεῖται) τὸ δὲ ὑπὲρ τὴν κεραίαν [[ἄτρακτος]] Poll.1.91.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Rel. c. ai. <i>tarku</i>- ‘rueca’, lat. <i>torqueo</i> de una raíz *<i>trek<sup>u̯</sup></i>- / <i>trok<sup>u̯</sup></i>- c. pérdida del apéndice labial de la <i>k<sup>u̯</sup></i>- en gr., cf. tb. alb. <i>tjerr</i>- ‘hilar’.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. ἡ ἄ. Plu.2.271f]<br /><b class="num">1</b> [[huso]] (πλόκαμον) περὶ ἄτρακτον εἱλίξασαι Hdt.4.34, [[ἄτρακτος]] χρύσεος Hdt.4.162, ἡ γυνὴ στρέφουσα τὸν ἄτρακτον Hdt.5.12, cf. Pl.<i>Plt</i>.282e, λίνου μεστὸν ἄτρακτον Ar.<i>Ra</i>.1348, cf. <i>Lys</i>.568, 571, γυνὴ ἐξεπίεσε λίθον ὅσον σπόνδυλον ἀτράκτου Hp.<i>Epid</i>.5.25, cf. Thphr.<i>HP</i> 3.16.4, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1464.16, 17 (Ática IV a.C.), LXX <i>Pr</i>.31.19, cf. Plu.l.c., Nonn.<i>D</i>.33.272<br /><b class="num">•</b>mit. utilizado por Ἀνάγκη Pl.<i>R</i>.616c, cf. 617c, Plot.2.3.9, 15, 3.4.6, por las Moiras, Arist.<i>Mu</i>.401<sup>b</sup>15, ὦ Μοίρας ἄτρυτοι ἀνανκαστῆρες ἄτρακτοι <i>IG</i> 12(7).447.10 (Amorgos I a.C.), cf. Luc.<i>IConf</i>.1, <i>Philops</i>.25, Μοιριδίης ... [[ἄτρακτος]] ἀνάγκης Nonn.<i>D</i>.2.678.<br /><b class="num">2</b> ciruj. [[cauterio]] καῦσαι χρὴ ... πυξίνοις ἀτράκτοισι Hp.<i>Int</i>.28, cf. <i>Vid.Ac</i>.4.<br /><b class="num">3</b> [[flecha]], [[dardo]] πληγέντ' ἀτράκτῳ τοξικῷ τὸν αἰετὸν A.<i>Fr</i>.139.2, νευροσπαδὴς ἄ. S.<i>Ph</i>.290, τὸν γὰρ βαλόντ' ἄτρακτον οἶδα S.<i>Tr</i>.714, πολλοὶ δ' ἀτράκτων τοξόται E.<i>Rh</i>.312, ἀπεκρίνατο ... ἂν ἄξιον εἶναι τὸν ἄτρακτον, λέγων τὸν οἰστόν Th.4.40, (Ἔρως) ἰάλλει ἄτρακτον <i>AP</i> 5.188 (Leon.), cf. Opp.<i>H</i>.4.38, <i>Epic.Alex.Adesp.SHell</i>.939.1, Agath.2.9.4.<br /><b class="num">4</b> [[cofa de un navío]] (καλεῖται) τὸ δὲ ὑπὲρ τὴν κεραίαν [[ἄτρακτος]] Poll.1.91.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Rel. c. ai. <i>tarku</i>- ‘rueca’, lat. <i>torqueo</i> de una raíz *<i>trek<sup>u̯</sup></i>- / <i>trok<sup>u̯</sup></i>- c. pérdida del apéndice labial de la <i>k<sup>u̯</sup></i>- en gr., cf. tb. alb. <i>tjerr</i>- ‘hilar’.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἄτρακτος]])<br /><b>1.</b> [[αδράχτι]]<br /><b>2.</b> διάφορα εξαρτήματα σε [[σχήμα]] αδραχτιού<br /><b>νεοελλ.</b><br />το κύριο [[μέρος]] του αεροσκάφους (σε [[σχήμα]] ατράκτου), το οποίο περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοηγήσεως και τους χώρους μεταφοράς επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βέλος]]<br /><b>2.</b> ατρακτοειδές [[σκεύος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[ομοιότητα]] της λ. [[άτρακτος]] με το αρχ. ινδ. <i>tarku</i>- «[[αδράχτι]]» οδηγεί στην [[άποψη]] ότι οι δύο αυτοί τ. προήλθαν από ένα αμάρτυρο αρχικό ρ. με [[σημασία]] «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]», αντίστοιχο του λατ. <i>torque</i><i>ō</i> «[[στρέφω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ατρεκής]]). Κατά [[συνέπεια]], ο τ. [[άτρακτος]] σχηματίστηκε από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>το</i> με <i>α</i>- προθεματικό ή αθροιστικό-μεγεθυντικό. Η λ. [[άτρακτος]], [[συνήθως]] αρσενικού γένους, [[σπανίως]] δε θηλυκού, απαντά στον Ηρόδοτο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοφάνη και τον Αριστοτέλη με [[σημασία]] «[[ρόκα]], [[αδράχτι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ηλακάτη]]), ενώ στον Σοφοκλή σημαίνει «το [[βέλος]]». Τέλος, ο τ. χρησιμοποιείται και ως [[τεχνικός]] όρος, στον Ιπποκράτη μεν για να δηλώσει «[[είδος]] καυτηρίου», στον Πολυδεύκη δε «το ανώτατο [[μέρος]] του ιστού του πλοίου».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ατρακίδα]] (-<i>ίς</i>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ατράκτιο</i>].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ατρακτοειδής]]].
}}
}}