Anonymous

ἄρμα: Difference between revisions

From LSJ
7,381 bytes added ,  29 September 2017
6
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[comida]], [[alimento]] κείνοισι παρέσχεθεν ἄρματα πάντα Hes.<i>Th</i>.639, Hellad. en Phot.<i>Bibl</i>.533A.<br /><b class="num">2</b> [[carga]], [[peso]] Aq.<i>Nu</i>.11.11, <i>De</i>.1.12.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. quizá de [[αἴρω]] q.u.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[comida]], [[alimento]] κείνοισι παρέσχεθεν ἄρματα πάντα Hes.<i>Th</i>.639, Hellad. en Phot.<i>Bibl</i>.533A.<br /><b class="num">2</b> [[carga]], [[peso]] Aq.<i>Nu</i>.11.11, <i>De</i>.1.12.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. quizá de [[αἴρω]] q.u.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄρμα]], η (Α)<br />[[ένωση]], [[αγάπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>αρ</i>-, [[αραρίσκω]]].———————— <b>(II)</b><br />η<br /><b>1.</b> το [[οικόσημο]]<br /><b>2.</b> η [[γενιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>arme</i>].———————— <b>(III)</b><br />[[ἄρμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> η [[τροφή]]<br /><b>2.</b> το [[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. μεταρρηματικό παράγωγο του [[αείρω]] / [[αίρω]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, ο τ. [[άρμα]] «[[τροφή]]» πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[αίρω]] (-<i>ομαι</i>) ή <span style="color: red;"><</span> [[αραρίσκω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άρμενα]] «[[τροφή]]», [[αρμαλιά]]). Η λ. συνδέθηκε [[ακόμη]] με το νεοελλ. διαλεκτικό ([[ποντ]].-καππαδ.) <i>άρματα</i> «γυναικεία κοσμήματα». Αξιοσημείωτο, [[τέλος]], [[είναι]] ότι ο Ησύχιος χρησιμοποιεί τον τ. <i>άρματα</i> ως [[ερμήνευμα]] των λέξεων <i>νωγαλεύματα</i> ή <i>νωγαλίσματα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> «[[γλώσσα]]» του <b>Ησύχ.</b>: «<i>νωγαλεύματα</i> ἢ <i>νωγαλίσματα</i><br />τὰ κατὰ [[λεπτὸν]] ἐδέσματα<br />οἱ δὲ τὰ μὴ εἰς χορτασίαν ἀλλὰ τρυφερὰ ἄρματα»)].———————— <b>(IV)</b><br />το (AM [[ἄρμα]])<br /><b>1.</b> δίτροχο, [[κυρίως]] πολεμικό όχημα που το σέρνουν [[συνήθως]] δύο άλογα<br /><b>2.</b> όχημα με [[τέσσερα]] άλογα για αρματοδρομίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μεγάλο στολισμένο όχημα για τις γιορτές του καρνάβαλου<br /><b>2.</b> ο [[κιλλίβαντας]] του πυροβόλου<br /><b>3.</b> τεθωρακισμένο στρατιωτικό όχημα με ερπύστριες, [[τανκ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[άρμα]] [[μαζί]] με τα άλογα («[[ἅρμα]] [[τέθριππον]], τετράορον, [[τέτρωρον]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> τα άλογα που έχουν ζευχθεί στο [[άρμα]]<br /><b>3.</b> η [[ασπίδα]]<br /><b>4.</b> (ως όρος των Πυθαγορείων) η [[ενότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζεται ήδη από τη μυκηναϊκή [[εποχή]] με τη [[σημασία]] του «τροχού» ή πιθ. «του πλαισίου της καρότσας». Ο τ. [[άρμα]] ανάγεται στη [[ρίζα]] του [[αραρίσκω]] <i>αr</i>- «[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]]». Η [[δασύτητα]] της λ. οδήγησε στην [[υπόθεση]] υπάρξεως ενός αρχικού επιθήματος «<i>smņ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>smen</i>), δηλ. <i>ar</i>-<i>smņ</i> &GT; <i>arhmņ</i> &GT; <i>harmņ</i> (&GT; [[άρμα]]), με [[πρόληψη]] της δασύτητας στην [[αρχή]] της λ., [[γεγονός]] που πιθ. ευνοούσε και την [[άρση]] της ομωνυμίας [[μεταξύ]] των <i>αρ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[αείρω]] / [[αίρω]] και <i>αρ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[αραρίσκω]] (<b>[[πρβλ]].</b> ανάλογο σχηματισμό των [[αρμός]], [[αρμή]]). Η [[απουσία]] δασύτητας στους τύπους της Μυκηναϊκής (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>mo</i> και όχι <i>a</i><sub>2</sub>-<i>mo</i>, όπως θα αναμενόταν σε [[περίπτωση]] δασύνσεως) δημιουργεί ενδοιασμούς σχετικά με την [[αποδοχή]] ενός επιθήματος -<i>smņ</i> ή -<i>mņ</i> στους εν λόγω μυκηναϊκούς τύπους. Η πληρέστερη [[κατανόηση]] των τύπων [[άρμα]], [[αρμός]], [[αρμή]] ευνοείται από την ύπαρξη πολυάριθμων μη ελληνικών λέξεων σχηματισμένων [[κατά]] τρόπο ανάλογο (δηλ. [[ρίζα]] <i>αr</i>-, [[επίθημα]] -<i>m</i>), <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>arma</i> «όπλο, -α», <i>armentum</i> «βόδια ικανά για όργωμα, [[αγέλη]]», <i>armus</i> «[[ωμοπλάτη]], ώμος», αρμεν. <i>y</i>-<i>armar</i> «προσαρμοσμένος, [[ταιριαστός]]», γοτθ. <i>αrms</i> «[[βραχίονας]]» κ.ά. Τέλος, δεν ευσταθεί η [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία ο τ. [[άρμα]] θεωρείται μικρασιατικής προελεύσεως, όπως οι περισσότερες ελληνικές λέξεις που εκφράζουν την [[έννοια]] του οχήματος.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αρμάτειος]], [[αρματεύω]], [[αρματόεις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) [[αρματηλάτης]], [[αρματοδρόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρμασίδουπος]], [[αρματήλατος]], [[αρματόκτυπος]], [[αρματοπηγός]], [[αρματοποιός]], [[αρματοτροφώ]], [[αρματοτροχιά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρματοθεσία]], [[αρματομαχώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρματαγωγό]](<i>ν</i>)<br />(β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αρισθάρματος]], [[βρισάρματος]], [[ευάρματος]], [[πολυάρματος]], [[ριμφάρματος]], [[φιλάρματος]], [[χαλκάρματος]], [[χρυσάρματος]].———————— <b>(V)</b><br />το (Μ [[ἄρμα]])<br /><b>1.</b> όπλο οποιουδήποτε είδους («τ' αντρειωμένου τ' άρματα δεν [[πρέπει]] να πουλιούνται» — παροιμ., «[[χωρίς]] άρματα στον πόλεμο δεν πάνε» — όποιος προσπαθεί να κάνει [[κάτι]], [[πρέπει]] να έχει και τα απαραίτητα [[μέσα]]<br />«με το [[κορμί]] και τ'άρματα» — τα [[λαμπρά]] όπλα ταιριάζουν σε λεβέντη)<br /><b>2.</b> οπλισμένος, [[στρατιώτης]] («τρέχουν άρματα χιλιάδες / σαν το [[κύμα]] στο γιαλό», Σολωμός).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>arma</i> (-<i>orum</i>) «όπλο, όπλα»].
}}
}}