Anonymous

βλοσυρώπης: Difference between revisions

From LSJ
7
(big3_9)
(7)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(βλοσῠρώπης) -ες [[de mirada fiera]] βλοσυρώπεε μόσχω Opp.<i>C</i>.1.144.
|dgtxt=(βλοσῠρώπης) -ες [[de mirada fiera]] βλοσυρώπεε μόσχω Opp.<i>C</i>.1.144.
}}
{{grml
|mltxt=[[βλοσυρώπης]], ο (θηλ. -ρῶπις, -ιδος, η) (Α)<br />αυτός που έχει βλοσυρή [[έκφραση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρσ. [[βλοσυρώπης]] αποτελεί μτγν. τ. του ομηρ. θηλ. <i>βλοσυρώπις</i>, λ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <i>βλοσυρώπις</i> (κυριολ. «με [[μάτι]] ή όψη αρπακτικού πτηνού») <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>βλοσυρ</i>- κυριολ. αρπακτικό [[πτηνό]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>ltur</i>-, <b>βλ.</b> και λ. [[βλοσυρός]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i>, <i>ωπός</i> «[[μάτι]], [[πρόσωπο]]»].
}}
}}