Anonymous

ἁμάμαξυς: Difference between revisions

From LSJ
3
(Bailly1_1)
(3)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=υος <i>ou</i> υδος (ἡ) :<br />vigne soutenue par deux échalas.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]], [[ἅμαξα]].
|btext=υος <i>ou</i> υδος (ἡ) :<br />vigne soutenue par deux échalas.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]], [[ἅμαξα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμάμαξυς]] (-υος και -υδος), η (Α)<br />[[κληματαριά]] που στηρίζεται σε δύο πασσάλους<br /><b>2.</b> [[χωλός]] που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. <i>άμάμαξυς</i> με [[δασεία]] [[κατά]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το επίρρ. <i>ἅμα</i> «συγχρόνως, [[μαζί]]»].
}}
}}