Anonymous

ἄνθος: Difference between revisions

From LSJ
7,751 bytes added ,  29 September 2017
4
(4)
(4)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[αθός]], ο (Μ ἀνθός)<br /><b>βλ.</b> [[άνθος]].
|mltxt=και [[αθός]], ο (Μ ἀνθός)<br /><b>βλ.</b> [[άνθος]].
}}
{{grml
|mltxt=το, και [[ανθός]] και [[αθός]], ο, και [[ανθί]] και άνθι, το (ΜΑ [[ἄνθος]], Μ και ἀνθός, ὁ)<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του φυτού που περιέχει τα αναπαραγωγικά του όργανα και όπου αναπτύσσεται ο [[καρπός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) ο [[αφρός]], το [[επίχρισμα]] ή το [[στρώμα]] που δημιουργείται σε επιφάνειες υγρών, μετάλλων ή άλλων στερεών λόγω ζύμωσης ή άλλων χημικών διεργασιών<br />(α. «[[άνθος]] του οίνου» β. «[[άνθος]] του χαλκού»)<br />β) η [[εκδήλωση]] της [[ακμής]], [[ανθηρότητα]] (α. «ἥβης [[ἄνθος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[άνθος]] της ηλικίας» — η [[νεότητα]], τα [[νιάτα]])<br />γ) [[εξάνθημα]] του προσώπου<br />δ) [[καθετί]] το εκλεκτό, το άριστο από όλα τα ομοειδή του ή το εκλεκτότερο [[μέρος]] από [[κάτι]], κν. [[αφρός]], [[αθέρας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φυτό]] καλλιεργούμενο μόνο για καλλωπιστικούς σκοπούς, [[λουλούδι]], [[λούλουδο]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] στους τ. [[ανθός]] και [[άθος]]) α) [[ανθοφορία]]<br />β) το [[σύνολο]] τών λουλουδιών ενός φυτού<br />γ) <b>μτφ.</b> η [[παρθενία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[άνθος]] γάλακτος» — το [[ανθόγαλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[μέταλλο]] ή [[χρώμα]]) [[στιλπνότητα]], [[λαμπρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>andh</i>-. Η λ. φαίνεται ότι συνδέεται με τον αρχ. ινδ. τ. <i>andhas</i>-«[[χόρτο]]» μορφολογικά, όχι όμως και σημασιολογικά. Τυχόν συνδέσεις της λ. [[άνθος]] με συναφείς τύπους άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών [[είναι]] υποθέσεις που στερούνται απόδειξης, ενώ πιθ. παρετυμολογικά η λ. συνδέθηκε με τα [[ανθέριξ]], [[ανθερεών]]. Εξάλλου υποστηρίχθηκε μία [[σχέση]] του τ. με το ρ. <i>ανήνοθε</i> «ανθεί, ανεβαίνει, ανέρχεται», η οποία θα μπορούσε να ληφθεί υπ΄ όψιν εάν στη λ. [[άνθος]] δοθεί η [[σημασία]] «[[βλαστάρι]]». Τέλος, [[πρέπει]] να σημειωθεί η πιθανότατη [[σχέση]] της λ. με το ουσ. [[άκανθα]], το οποίο [[κατά]] μία νεώτερη [[άποψη]] έχει εμμέσως προέλθει απο συμφυρμό των τ. [[άκανος]] και [[άνθος]].Παράγωγα και [[σύνθετα]] της λέξης [[άνθος]] Η λ. [[άνθος]] χρησιμεύει ως α’ και β’ συνθετικό αρκετών λέξων της αρχαίας και [[κυρίως]] της Νέας Ελληνικής. Ως α’ συνθετικό εμφανίζεται στην Αρχαία και στη Νέα με τη [[μορφή]] [[ανθο]] -, ενώ ως β’ συνθετικό η λ. έχει τη [[μορφή]] -<i>ανθος</i> καί [[κυρίως]] -<i>ανθής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανθήλη]], [[άνθημα]], [[ανθηρός]], [[άνθηση]](-<i>ις</i>), [[ανθίζω]], [[ανθικός]], [[άνθινος]], [[ανθώ]], [[ανθώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>ανθών</i> (-<i>ώνας</i>)<br /><b>μσν.</b><br />[[ανθοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άνθιον]], <i>ανθύλλιον</i>, <i>ανθυλλίς</i>, <i>άνθυλλον</i>. Κύρια ονόματα: <i>Ανθέας</i>, <i>Ανθεύς</i>, <i>Άνθης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Α΄<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανθεσίχρως]], [[ανθεσφόρος]], [[ανθοκομώ]], [[ανθολόγος]], [[ανθοπώλης]], [[ανθοφορώ]], [[ανθοφυής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθοβαφής]], <i>ανθοδάφος</i>, <i>ανθόδολος</i>, <i>ανθοδοσκός</i>, [[ανθοκρατώ]], [[ανθόκροκος]], [[ανθονόμος]], [[ανθοσκεπής]], [[ανθοσμίας]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανθόρροια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ανθιστιρία</i>, [[ανθοβριθής]], [[ανθόγαλα]], [[ανθογέννητος]], [[ανθογυάλι]], <i>ανθόδενδρο</i>, [[ανθοδέσμη]], [[ανθοδέτης]], [[ανθοδοχείο]], <i>ανθοδόχη</i>, [[ανθοδροσοστολίζω]], [[ανθοκήπιο]], [[ανθοκλάδι]], [[ανθοκοπώ]], <i>ανθοκράμδη</i>, <i>ανθόκρινο</i>, <i>ανθολούλουδα</i>, [[ανθομυρίζω]], [[ανθόνερο]], [[ανθομανής]], [[ανθοπαραγωγή]], [[ανθόπλεκτος]], [[ανθοπλημμύρα]], [[ανθοπνοή]], [[ανθοποίκιλτος]], [[ανθοπόλεμος]], [[ανθοραίνω]], [[ανθοσκεπής]], [[ανθοσπέρνω]], [[ανθόσταγμα]], [[ανθοστέφανος]], [[ανθοστήλη]], [[ανθοστοιχία]], [[ανθοστολίζω]], [[ανθόστρωτος]], [[ανθοταξία]], [[ανθοτύρι]], [[ανθοφάγος]], <i>ανθόφιλα</i>, [[ανθόφιλος]], [[ανθοφόρος]], [[ανθοφορτώνω]], <i>ανθόφυτα</i>, [[ανθοφυτεία]], [[ανθόφυτος]], [[ανθοχαρής]]. Κύρια ονόματα: <i>Ανθαγόρας</i>, <i>Ανθεσίλαος</i>, <i>Άνθιππος</i>.Β΄<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αλιανθής]], <i>απαλοανθής</i>, <i>αραιανθής</i>, [[βοτρυανθής]] [[ολόανθος]], [[ποικιλανθής]], [[σπειρανθής]], [[υστερανθής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διανθής]], [[δυσανθής]], [[κολοβανθής]], [[κολοβοανθής]], [[κυανανθής]], [[λευκανθής]], [[μεγανθής]], [[μελανθής]], [[μινυανθής]], [[περιανθής]], [[ποιανθής]], [[πορφυρανθής]], [[πρωϊανθής]], [[φερανθής]], [[φερεσανθής]], [[χλοανθής]], [[χροανθής]], [[χρυσανθής]]. (Β΄ <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b>) <i>Αναξάνθης</i>, <i>Αρέσανθος</i>, <i>Βρύανθος</i>, <i>Δημάνθης</i>, <i>Διδυμάνθης</i>, <i>Επάνθης</i>, <i>Ευάνθης</i>, <i>Ευρυμάνθης</i>, <i>Ίππανθος</i>, <i>Καλλιστάνθη</i>, <i>Κλεάνθης</i>, <i>Κρινάνθης</i>, <i>ΛαFάνθης</i>, <i>Μέλανθος</i>, <i>Νεάνθης</i>, <i>Νικάνθης</i>, <i>Ξένανθος</i>, <i>Πολίανθος</i>, <i>Πολυάνθης</i>, <i>Πρεάνθης</i>, <i>Πύρρανθος</i>, <i>Ροδάνθη</i>, <i>Τιμάνθα</i>, <i>Τιμάνθης</i>, <i>Υπεράνθης</i>, <i>Φάλανθος</i>, <i>Φιλάνθης</i>, <i>Φίλανθος</i>.
}}
}}