Anonymous

ἀλκίβιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(6_9)
(2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλκίβιος''': ἡ, [[μετὰ]] καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[ἔχις]], [[εἶδος]] ἀγχούσης χρησιμευούσης ὡς ἀντίδοτον κατὰ τοῦ δήγματος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 541· [[ὡσαύτως]] ἀλκιβιάδειον ἢ -άδιον, τό, Διοσκ. 4. 23, 24, Γαλην. 13 σ. 149.
|lstext='''ἀλκίβιος''': ἡ, [[μετὰ]] καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[ἔχις]], [[εἶδος]] ἀγχούσης χρησιμευούσης ὡς ἀντίδοτον κατὰ τοῦ δήγματος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 541· [[ὡσαύτως]] ἀλκιβιάδειον ἢ -άδιον, τό, Διοσκ. 4. 23, 24, Γαλην. 13 σ. 149.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλκίβιος]], η (Α)<br />[[είδος]] του φυτού άγχουσα, [[αντίδοτο]] για το [[δάγκωμα]] του φιδιού, <b>[[πρβλ]].</b> [[ἀλκιβιάδειον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλκί]]- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλκὴ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
}}
}}