Anonymous

δίιξις: Difference between revisions

From LSJ
9
(6_8)
(9)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίιξις''': -εως, ἡ, ([[διικνέομαι]]), διείσδυσις, Πρόκλ. Ἀλκιβ. 2. 215.
|lstext='''δίιξις''': -εως, ἡ, ([[διικνέομαι]]), διείσδυσις, Πρόκλ. Ἀλκιβ. 2. 215.
}}
{{grml
|mltxt=[[δίιξις]], η (Α) [[διικνούμαι]]<br /><b>1.</b> [[διείσδυση]]<br /><b>2.</b> [[διείσδυση]] τών αισθήσεων στη [[συνείδηση]]<br /><b>3.</b> [[διήγηση]].
}}
}}