Anonymous

δουλεία: Difference between revisions

From LSJ
4,164 bytes added ,  29 September 2017
9
(T22)
(9)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(Tdf. δουλια ([[see]] Iota)), δουλείας, ἡ, ([[δουλεύω]]); [[slavery]], [[bondage]], the [[condition]] of a [[slave]]: τῆς φθορᾶς, the [[bondage]] [[which]] consists in [[decay]] (Winer s Grammar, § 59,8a., cf. Buttmann, 78 (68)), equivalent to the [[law]], the [[necessity]], of perishing, [[πνεῦμα]] δουλείας); the Mosaic [[system]] is said to [[cause]] [[δουλεία]] on [[account]] of the [[grievous]] burdens its precepts [[impose]] [[upon]] its adherents: [[Pindar]] [[down]].)  
|txtha=(Tdf. δουλια ([[see]] Iota)), δουλείας, ἡ, ([[δουλεύω]]); [[slavery]], [[bondage]], the [[condition]] of a [[slave]]: τῆς φθορᾶς, the [[bondage]] [[which]] consists in [[decay]] (Winer s Grammar, § 59,8a., cf. Buttmann, 78 (68)), equivalent to the [[law]], the [[necessity]], of perishing, [[πνεῦμα]] δουλείας); the Mosaic [[system]] is said to [[cause]] [[δουλεία]] on [[account]] of the [[grievous]] burdens its precepts [[impose]] [[upon]] its adherents: [[Pindar]] [[down]].)  
}}
{{grml
|mltxt=και δουλειά, η (AM [[δουλεία]]<br />Μ και δουλειά)<br />Ι. ο τ. [[δουλεία]] (AM [[δουλεία]])<br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] του δούλου, η [[στέρηση]] της ελευθερίας<br /><b>2.</b> η [[καταπίεση]] που προέρχεται από κάποιον («η [[δουλεία]] του διαβόλου», «η [[δουλεία]] της αμαρτίας»)<br />II. ο τ. <i>δουλειά</i> (AM [[δουλεία]]<br />Μ και δουλειά)<br /><b>1.</b> [[εργασία]] με [[αμοιβή]], [[επάγγελμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εμπορική [[πράξη]], [[αγοραπωλησία]], [[συναλλαγή]]<br /><b>2.</b> επιδιωκόμενος [[σκοπός]] («αυτό δεν κάνει για τη δουλειά που το θέλεις»)<br /><b>3.</b> ενοχλητική και επιζήμια [[απασχόληση]], [[φασαρία]] [[μπελάς]] («του σκάρωσε μια δουλειά που θα τή θυμάται για πολύ»)<br /><b>4.</b> [[κάθε]] δύσκολη [[υπόθεση]]<br /><b>5.</b> (με κτητ. αντων. ή γεν. προσ.) [[δικαιοδοσία]], [[αρμοδιότητα]] («δεν [[είναι]] δική σου δουλειά»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω δουλειά» — [[είμαι]] απασχολημένος<br />β) «[[άνθρωπος]] της δουλειάς» — [[εργατικός]]<br />γ) «γίνεται δουλειά» — [[μετά]] από προσπάθειες παρουσιάζονται ικανοποιητικά αποτελέσματα<br />δ) έκαμα τη δουλειά» — πέτυχα τον σκοπό μου<br />ε) «του 'φτιάσε τη δουλειά» — τον εξαπάτησε, τον ζημίωσε<br />στ) «παστρική δουλειά» — ευσυνείδητη [[εργασία]] ή <b>ειρων.</b> [[κακοήθης]]<br />ζ) «δουλειές με φούντες» — περίπλοκες υποθέσεις με κακές συνέπειες<br />η) «[[λάσπη]] η δουλειά μας» — αποτύχαμε στις προσπάθειες μας<br />θ) «κάνε ή κοίτα τη δουλειά σου» — μην επεμβαίνεις σε ξένες υποθέσεις<br />ι) «τί δουλειά έχεις εδώ;» — τί γυρεύεις εδώ;<br /><b>9.</b> <b>παροιμ.</b> α) «η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη» — η υπερβολική [[εργασία]] κουράζει<br />β) «γρήγορος στο [[χουλιάρι]] και [[αργός]] στη δουλειές» — [[λαίμαργος]] και [[τεμπέλης]]<br />γ) «[[αποβραδίς]] στο [[σπίτι]] σου, τη [[νύχτα]] στη δουλειά σου» — ο [[καλός]] [[εργάτης]] [[πρέπει]] να κοιμάται [[νωρίς]] και να σηκώνεται χαράματα για δουλειά<br />δ) «η δουλειά νικά τη [[φτώχεια]]» — με τη δουλειά γίνεται [[κανείς]] [[πλούσιος]]<br />ε) «ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει» — γι' αυτούς που [[μάταια]] ή αδέξια ασχολούνται με [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> στρατιωτική [[υπηρεσία]]<br /><b>2.</b> στρατιωτική [[επιχείρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>η [[δουλεία]] <b>(περιληπτ.)</b><br />οι δούλοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δουλεύω]]<br />ενδιαφέρουσα [[είναι]] στη μεσαιωνική Ελληνική η σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. από τη σημ. «[[δουλεία]]» στη σημ. «[[εργασία]]», πιθ. από την καταναγκαστική, επαχθή και μη αμειβόμενη [[εργασία]]].
}}
}}