Anonymous

διέραμαι: Difference between revisions

From LSJ
9
(6_5)
(9)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διέραμαι''': ἀποθ., ἀγαπῶ ἐμπαθῶς ἢ ἐμμανῶς, [[μετὰ]] γεν., Πλάτ. Ἀξ. 370Β.
|lstext='''διέραμαι''': ἀποθ., ἀγαπῶ ἐμπαθῶς ἢ ἐμμανῶς, [[μετὰ]] γεν., Πλάτ. Ἀξ. 370Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[διέραμαι]] <b>(αποθ.)</b> (Α) [[έραμαι]]<br />[[αγαπώ]] υπερβολικά.
}}
}}