Anonymous

δι-: Difference between revisions

From LSJ
781 bytes added ,  29 September 2017
9
(6_4)
 
(9)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''δι-''': ᾰλείφω, μέλλ. -ψω, [[χρίω]], [[ἀλείφω]], Ἱππ. 614. 52. ΙΙ. [[ἐξαλείφω]], [[σπογγίζω]], Πλούτ. Ἀράτ. 13, Ἀθην. 407C.
|lstext='''δι-''': ᾰλείφω, μέλλ. -ψω, [[χρίω]], [[ἀλείφω]], Ἱππ. 614. 52. ΙΙ. [[ἐξαλείφω]], [[σπογγίζω]], Πλούτ. Ἀράτ. 13, Ἀθην. 407C.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΝ)<br />α' συνθετικό που αποτελεί με ονόματα μεν ουσιαστικά τα οποία δηλώνουν τον διπλασιασμό του β' συνθετικού, όπως [[δικέφαλος]], [[δίκωπος]], [[διώροφος]], [[δισύλλαβος]] κ.λπ. ([[αλλά]] και επίθετα, όπως δισύλλαβη [[λέξη]], [[δίκωπος]] [[λέμβος]]), με ρηματικά δε επίθετα, τών οποίων η [[έννοια]] του β' συνθετικού αποδίδεται [[διπλή]] στα ουσιαστικά στα οποία αναφέρεται, όπως (φύω) [[διφυής]], ([[βάπτω]]) [[δίβαφος]], ([[γένω]]) [[διγενής]] κ.λπ.
}}
}}