Anonymous

δίχρονος: Difference between revisions

From LSJ
9
(big3_12)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> métr.<br /><b class="num">1</b> [[que puede ser larga o breve]] de las vocales indiferenciadas δίχρονα τό τε ᾱ καὶ τὸ ῑ καὶ τὸ ῡ D.H.<i>Comp</i>.14.7, cf. 8, 9, 15.2, D.T.631.5, Plu.2.737e, 738a, Ter.Maur.357, S.E.<i>M</i>.1.100, Aristid.Quint.41.25, 78.14, Mar.Vict.31.20, Περὶ διχρόνων tít. de una obra de Hdn.Gr.<br /><b class="num">2</b> [[consistente en dos sílabas breves]] (πούς) Heph.3.1, del pirriquio, Longin.<i>Prol.Heph</i>.87, λέξις Arc.139.20, fig., del pulso del recién nacido, en que sístole y diástole son como dos breves, Ruf.<i>Syn.Puls</i>.4.4<br /><b class="num">•</b>[[que tiene dos moras]] de la sílaba larga, Anon.Bellerm.1, 3, Mart.Cap.9.982.<br /><b class="num">II</b> [[que se da en dos momentos distintos]] διχρόνους διένειμε τῷ θεῷ τιμάς atribuyó al dios honores en dos momentos distintos</i> Heraclit.<i>All</i>.72.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> métr.<br /><b class="num">1</b> [[que puede ser larga o breve]] de las vocales indiferenciadas δίχρονα τό τε ᾱ καὶ τὸ ῑ καὶ τὸ ῡ D.H.<i>Comp</i>.14.7, cf. 8, 9, 15.2, D.T.631.5, Plu.2.737e, 738a, Ter.Maur.357, S.E.<i>M</i>.1.100, Aristid.Quint.41.25, 78.14, Mar.Vict.31.20, Περὶ διχρόνων tít. de una obra de Hdn.Gr.<br /><b class="num">2</b> [[consistente en dos sílabas breves]] (πούς) Heph.3.1, del pirriquio, Longin.<i>Prol.Heph</i>.87, λέξις Arc.139.20, fig., del pulso del recién nacido, en que sístole y diástole son como dos breves, Ruf.<i>Syn.Puls</i>.4.4<br /><b class="num">•</b>[[que tiene dos moras]] de la sílaba larga, Anon.Bellerm.1, 3, Mart.Cap.9.982.<br /><b class="num">II</b> [[que se da en dos momentos distintos]] διχρόνους διένειμε τῷ θεῷ τιμάς atribuyó al dios honores en dos momentos distintos</i> Heraclit.<i>All</i>.72.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίχρονος]], -ον)<br /><b>γραμμ.</b> (για τα φωνήεντα <i>α</i>, <i>ι</i>, <i>υ</i>) αυτός που έχει δύο προσωδιακούς χρόνους, [[άλλοτε]] μακρόχρονο κι [[άλλοτε]] βραχύχρονο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετρ.)</b> [[συλλαβή]] στον στίχο που θεωρείται [[άλλοτε]] μακρόχρονη κι [[άλλοτε]] βραχύχρονη<br /><b>2.</b> αυτός που συντελείται σε δύο χρονικές περιόδους («δίχρονη [[μηχανή]]»)<br />II <b>μσν.-νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί δύο [[χρόνια]]<br /><b>2.</b> [[διχρονίτικος]], [[διετής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[δίχρονον]] (και ως επίρρ.)<br />[[διάστημα]] δύο ετών, δύο [[χρόνια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από δύο βραχύχρονες συλλαβές<br /><b>2.</b> ο [[ισοδύναμος]] με δύο ενωμένους χρόνους.
}}
}}