Anonymous

ἑλικωτός: Difference between revisions

From LSJ
11
(big3_14b)
(11)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[que tiene rosca]] o [[que se enrosca]] τὸ ἑλικωτὸν μέρος de un tornillo, Orib.49.21.6.
|dgtxt=-όν<br />[[que tiene rosca]] o [[que se enrosca]] τὸ ἑλικωτὸν μέρος de un tornillo, Orib.49.21.6.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἑλικωτός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ελικωτό</i><br />ελικοειδές [[καρφί]] με το οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές [[πάνω]] στους ξύλινους στρωτήρες<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελικοειδής]].
}}
}}