ψαμμοδύτης: Difference between revisions

47c
(6_3)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψαμμοδύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὡς τὸ [[ἀμμοδύτης]], ὁ εἰσδυόμενος εἰς τὴν ἄμμον· [[ὄνομα]] ἰχθύος εἰς τὴν ἄμμον εἰσδυομένου, ἄλλως [[καλλιώνυμος]]· «[[ψαμμοδύτης]]· ἰχθύς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
|lstext='''ψαμμοδύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὡς τὸ [[ἀμμοδύτης]], ὁ εἰσδυόμενος εἰς τὴν ἄμμον· [[ὄνομα]] ἰχθύος εἰς τὴν ἄμμον εἰσδυομένου, ἄλλως [[καλλιώνυμος]]· «[[ψαμμοδύτης]]· ἰχθύς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άτομο]] που κάνει έρευνες στη θαλάσσια και στην ποτάμια άμμο<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] ψαριού που χώνεται στην άμμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψάμμος]] «[[άμμος]]» <span style="color: red;">+</span> [[δύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δύω</i> «[[βουτώ]]», <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμμο</i>-[[δύτης]].
}}
}}