Anonymous

ψαλίδιον: Difference between revisions

From LSJ
47c
(6_22)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψᾰλίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ψαλίς]], ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ψαλίδι», Προκοπ. Ἱστ. σ. 468, Ἰω. Μοσχ. Λειμωνάρ. σ. 1108Β, κλπ.
|lstext='''ψᾰλίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ψαλίς]], ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ψαλίδι», Προκοπ. Ἱστ. σ. 468, Ἰω. Μοσχ. Λειμωνάρ. σ. 1108Β, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ, και ψαλλίδιον Μ<br /><b>βλ.</b> [[ψαλίδι]].
}}
}}