Anonymous

ψέφας: Difference between revisions

From LSJ
926 bytes added ,  29 September 2017
47c
(6_5)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψέφας''': -αος, τό, ὡς τὸ [[ψέφος]], [[κνέφας]], [[σκότος]], [[ζόφος]], Ἡσύχ.
|lstext='''ψέφας''': -αος, τό, ὡς τὸ [[ψέφος]], [[κνέφας]], [[σκότος]], [[ζόφος]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-αος, και [[ψέφος]], -ους, τὸ, Α<br />ο [[ζόφος]], το [[σκοτάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκού τύπου ουδ., που ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ψέφαρ</i>, όπως υποδηλώνει το παράγωγο [[ψεφαρός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[γέρας]]). Κατά μία [[άποψη]], το ουδ. [[ψέφας]], όπως και τα συνώνυμα [[κνέφας]], [[δνόφος]] / [[γνόφος]], [[ζόφος]], ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>sep</i>- «[[σκοτεινός]]» και συνδέονται με το αρχ. ινδ. <i>ksap</i> «[[νύχτα]]», ενώ οι φωνητικές τους διαφορές αποδίδονται σε γλωσσικό [[ταμπού]]].
}}
}}