3,274,919
edits
(6_10) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψιά''': ἡ, «ψιά· [[χαρά]], γελοίασμα, παίγνια» Ἡσύχ.· - [[ὅθεν]] [[ψιάζω]], Δωρ. ψιάδδω, [[παίζω]], τοὶ δή παρ’ Εὐρώταν ψιάδδοντι Ἀριστοφ. Λυσ. 1302· «ψιάδδειν· παίζειν» Ἡσύχ. (Πιθανῶς [[ταῦτα]] ἦσαν βραχύτεροι τύποι τῶν λέξεων ἐψία, ἐψιάομαι, ἃς ἴδε). | |lstext='''ψιά''': ἡ, «ψιά· [[χαρά]], γελοίασμα, παίγνια» Ἡσύχ.· - [[ὅθεν]] [[ψιάζω]], Δωρ. ψιάδδω, [[παίζω]], τοὶ δή παρ’ Εὐρώταν ψιάδδοντι Ἀριστοφ. Λυσ. 1302· «ψιάδδειν· παίζειν» Ἡσύχ. (Πιθανῶς [[ταῦτα]] ἦσαν βραχύτεροι τύποι τῶν λέξεων ἐψία, ἐψιάομαι, ἃς ἴδε). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χαρά]], [[γελοίασμα]], παίγνια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από τον τ. [[ἑψία]] «[[διασκέδαση]], [[ψυχαγωγία]]», με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος]. | |||
}} | }} |