Anonymous

ψόφος: Difference between revisions

From LSJ
2,563 bytes added ,  29 September 2017
47c
(SL_2)
(47c)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ψόφος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sound]] ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ψόφον ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν [[ἀνδρῶν]] χορεύσιος [[ἦλθον]] (Pae. 6.8)
|sltr=[[ψόφος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sound]] ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ψόφον ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν [[ἀνδρῶν]] χορεύσιος [[ἦλθον]] (Pae. 6.8)
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ<br />[[αμβλύς]], [[υπόκωφος]] [[ήχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μυϊκός]] [[ψόφος]]»<br /><b>φυσιολ.</b> ακροαστικό [[φαινόμενο]], αισθητό [[επάνω]] από έναν μυ που παρουσιάζει τετανική [[συστολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ισχυρός]] [[θόρυβος]], [[κρότος]], [[πάταγος]]<br /><b>2.</b> [[ήχος]] μουσικού οργάνου<br /><b>3.</b> [[άναρθρος]] [[ήχος]] ζώου<br /><b>4.</b> (γενικά) [[ήχος]]<br /><b>5.</b> κενή [[επιδοκιμασία]] («[[εὐδοξία]] [[ψόφος]] ἐστὶ μαινομένων ἀνθρώπων», Αρρ.)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ψόφοι</i><br />α) στομφώδεις λέξεις ή φράσεις<br />β) (σκωπτικά) (<b>για πρόσ.</b>) πομπώδεις τιμητικοί τίτλοι ή πομπώδεις προσωνυμίες<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ψόφου [[πλέως]]» — [[χαρακτηρισμός]] του Αισχύλου (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «ὁ [[ψόφος]] τῶν ῥημάτων» — ο [[μεγαλόπρεπος]] [[τρόπος]] λεκτικής έκφρασης του Αισχύλου (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[επιφώνημα]] <i>ψό</i> <b>βλ. λ.</b>].———————— <b>(II)</b><br />ο, Ν<br />(σχετικά με ζώα και χλευαστ. με πρόσ.) [[θάνατος]]<br /><b>2.</b> (ειδικότερα) θανατηφόρα [[επιδημία]], θανατικό<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους Μarsdenia (Cionura) erecta του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] [[μαρσδένια]], αλλ. ψοφιάς<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] ορθόπτερων εντόμων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κακό]] ψόφο νά 'χεις»<br />(ως [[κατάρα]]) να βρεις [[κακό]] και άσχημο θάνατο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[ψοφώ]], που ήδη στη Μεσαιωνική χρησιμοποιείται με σημ. «[[παύω]] να ζω, [[ξεψυχώ]]», [[κυρίως]] για ζώα].
}}
}}