3,277,169
edits
(6_19) |
(47c) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψιμῠθιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀλείφων διὰ ψιμυθίου ἢ διὰ καλλωπιστικῶν ἀλοιφῶν, Γλωσσ. | |lstext='''ψιμῠθιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀλείφων διὰ ψιμυθίου ἢ διὰ καλλωπιστικῶν ἀλοιφῶν, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[ψιμυθίζω]]<br />αυτός που αλείφεται με [[ψιμύθιο]] ή με [[άλλο]] καλλυντικό. | |||
}} | }} |