Anonymous

ψυχαγωγικός: Difference between revisions

From LSJ
47c
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />attrayant, séduisant.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχαγωγός]].
|btext=ή, όν :<br />attrayant, séduisant.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχαγωγός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ψυχαγωγικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ψυχαγωγός]] / [[ψυχαγωγία]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συμβάλλει στην [[ψυχαγωγία]], ο [[ευάρεστος]] στην [[ψυχή]] και στο [[πνεύμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θελκτικός]], [[πειστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψυχαγωγικώς</i> / <i>ψυχαγωγικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>ψυχαγωγικά</i> Ν<br />με τρόπο ευάρεστο στην [[ψυχή]] και στο [[πνεύμα]] ή με σκοπό την [[ψυχαγωγία]]<br /><b>αρχ.</b><br />πειστικά.
}}
}}