ὠμίζομαι: Difference between revisions

47c
(6_14)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠμίζομαι''': μέσ., [[λαμβάνω]] εἰς τοὺς ὤμους μου, «ὠμισάμενος, εἰς τὸν ὦμον ἀγαγὼν» Σουΐδ.
|lstext='''ὠμίζομαι''': μέσ., [[λαμβάνω]] εἰς τοὺς ὤμους μου, «ὠμισάμενος, εἰς τὸν ὦμον ἀγαγὼν» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ὦμος]]<br />[[παίρνω]] στους ώμους μου και [[κουβαλώ]].
}}
}}