3,277,055
edits
(6_7) |
(47c) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠμοτρῐβής''': -ές, γεν. -έος, τριβόμενος ὠμὸς ἢ [[ἄωρος]], ὠμ. [[ἔλαιον]], ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, προτιμώμενον [[χάριν]] πολλῶν χρήσεων, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 15, Διοσκ. 1, 29, πρβλ. ὀμφάκινον. | |lstext='''ὠμοτρῐβής''': -ές, γεν. -έος, τριβόμενος ὠμὸς ἢ [[ἄωρος]], ὠμ. [[ἔλαιον]], ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, προτιμώμενον [[χάριν]] πολλῶν χρήσεων, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 15, Διοσκ. 1, 29, πρβλ. ὀμφάκινον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />([[ιδίως]] για [[λάδι]]) αυτός που προέρχεται από την [[έκθλιψη]] άγουρων ελιών («ἀλείφειν τὴν κεφαλὴν ὠμοτριβὲς [[ἔλαιον]]», Θεοφάν. <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τριβή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νεο</i>-<i>τριβής</i>]. | |||
}} | }} |