Anonymous

ὠτειλή: Difference between revisions

From LSJ
1,582 bytes added ,  29 September 2017
47c
(Autenrieth)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[wound]].
|auten=[[wound]].
}}
{{grml
|mltxt=και ὠτέλλα, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[τραύμα]], [[πληγή]] που δεν έχει [[ακόμη]] επουλωθεί («[[αἷμα]] καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[τραύμα]], [[πληγή]], [[έλκος]]<br /><b>3.</b> [[σημάδι]] τραύματος, [[ουλή]] («καὶ τὰ μὲν ἔπαθεν, ὧν καὶ τὰς ὠτειλὰς εἶχεν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. της ίδιας σημ., όπως με λιθουαν. <i>votis</i> και <i>vot</i><i>ē</i><i>fis</i>, λεττον. <i>vats</i>, [[καθώς]] και με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχιος <i>γατείλαι</i><br />[[οὐλαί]] και <i>βωτ</i>[[ε]]<i>άζειν</i><br /><i>βάλλειν</i>, οδηγούν στην ύπαρξη αρκτικού <i>F</i>. Το [[γεγονός]], [[ωστόσο]], ότι στην επική [[προσωδία]] δεν υπάρχουν ίχνη παρουσίας <i>F</i> οδήγησε στην [[αναγωγή]] της λ. σε αρχικό τ. <i>ὀFaτελjα</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. με το ρ. [[οὐτάω]] «[[τραυματίζω]]» και με τη λ. <i>ἄτη</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀFa</i>-<i>τη</i>) δεν διευκολύνει σε [[τίποτε]] την ετυμολόγησή της].
}}
}}