ὠχροειδής: Difference between revisions

47c
(6_7)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠχροειδής''': -ές, γεν. -έος, ὁ ἔχων ὄψιν ὠχράν, [[ὠχρός]], [[κίτρινος]], Σουΐδ. ἐν λ. [[ἴκτερος]].
|lstext='''ὠχροειδής''': -ές, γεν. -έος, ὁ ἔχων ὄψιν ὠχράν, [[ὠχρός]], [[κίτρινος]], Σουΐδ. ἐν λ. [[ἴκτερος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές / [[ὠχροειδής]], -ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της ώχρας, [[ωχροκίτρινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠχρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}