Anonymous

ἐξολόθρευμα: Difference between revisions

From LSJ
12
(6_22)
(12)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξολόθρευμα''': τό, τὸ ἐξολοθρεύειν, καταστρέφειν ἐντελῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΕ΄, 21)· οὕτω καὶ ἐξολόθρευσις, εως, ἡ, Μακκ. Ζ΄. 7, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 6· ― [[ὡσαύτως]] ἐξολοθρευτής, οῦ, ὁ, [[καταστροφεύς]], Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 1142Ε, καὶ ἐξολοθρευτικὸς, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 443. Τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] ἐξολοθρεύω, [[καταστρέφω]] ἐντελῶς, Πράξ. Ἀποστ. 3. 23. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 11, 1, [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἑβδ.
|lstext='''ἐξολόθρευμα''': τό, τὸ ἐξολοθρεύειν, καταστρέφειν ἐντελῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΕ΄, 21)· οὕτω καὶ ἐξολόθρευσις, εως, ἡ, Μακκ. Ζ΄. 7, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 6· ― [[ὡσαύτως]] ἐξολοθρευτής, οῦ, ὁ, [[καταστροφεύς]], Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 1142Ε, καὶ ἐξολοθρευτικὸς, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 443. Τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] ἐξολοθρεύω, [[καταστρέφω]] ἐντελῶς, Πράξ. Ἀποστ. 3. 23. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 11, 1, [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἑβδ.
}}
{{grml
|mltxt=και ξολόθρεμα, το (AM [[ἐξολόθρευμα]]) [[εξολοθρεύω]]<br />[[εξολόθρευση]], [[εξόντωση]].
}}
}}