Anonymous

ἐξυγιαίνω: Difference between revisions

From LSJ
12
(6_23)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξῠγῐαίνω''': καθίσταμαι ὑγιής, ἰατρεύομαι, Ἱππ. 758˙ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτὸς 3. 35.
|lstext='''ἐξῠγῐαίνω''': καθίσταμαι ὑγιής, ἰατρεύομαι, Ἱππ. 758˙ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτὸς 3. 35.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξυγιαίνω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[απαλλάσσω]] από νοσογόνες εστίες<br /><b>2.</b> [[επαναφέρω]] [[κάτι]] σε καλή [[κατάσταση]] («...να εξυγιάνει την [[οικονομία]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γίνομαι]] καλά, θεραπεύομαι («διὰ τοῡτο καὶ οἱ πλεῑστοι οὐκ ἐξυγιαίνουσιν [[ταχέως]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}