Anonymous

ὡραιοκόμος: Difference between revisions

From LSJ
47c
(6_18)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὡραιοκόμος''': -ον, ὁ τοῦ κάλλους ἐπιμελούμενος, καλλωπιστὴς, Σουΐδ.
|lstext='''ὡραιοκόμος''': -ον, ὁ τοῦ κάλλους ἐπιμελούμενος, καλλωπιστὴς, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) αυτός που επιμελείται τον καλλωπισμό προσώπου ή πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὡραῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βρεφο</i>-<i>κόμος</i>].
}}
}}