Anonymous

ἐπινήϊος: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est sur un vaisseau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ναῦς]].
|btext=ος, ον :<br />qui est sur un vaisseau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ναῦς]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM ἐπινήιος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επινήιο δικαστήριο» — έκτακτο [[ναυτοδικείο]] που εκδικάζει [[πάνω]] στο [[πλοίο]] σοβαρή αξιόποινη [[πράξη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στο [[πλοίο]].
}}
}}