Anonymous

ἐπιρρώομαι: Difference between revisions

From LSJ
13
(Autenrieth)
(13)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[ῥώομαι]], ipf. ἐπερρώοντο, plied [[their]] [[toil]] at the milis, Od. 20.107; aor. [[ἐπερρώσαντο]], flowed [[down]]; χαῖται, Il. 1.529.
|auten=see [[ῥώομαι]], ipf. ἐπερρώοντο, plied [[their]] [[toil]] at the milis, Od. 20.107; aor. [[ἐπερρώσαντο]], flowed [[down]]; χαῖται, Il. 1.529.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιρρώομαι]] (αρχ. επικ. ενεστ. [[αντί]] ἐπιρρώνυμαι) (Α) [[ρώομαι]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]] όλες μου τις δυνάμεις, [[εργάζομαι]] εντατικά («μύλαι [[εἵατο]]..., τῇσιν... ἐπερρώοντο γυναῑκες ἄλφιτα τεύχουσαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κωπηλάτες) [[κωπηλατώ]] με όλες τις δυνάμεις μου<br /><b>3.</b> (με δοτ. προσ.) [[ακολουθώ]] με ζήλο<br /><b>4.</b> (για μαλλιά) χύνομαι κυματίζοντας («ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῑται [[ἐπερρώσαντο]] ἄνακτος κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}