Anonymous

ἐπιμιξία: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mélange, relations, commerce réciproque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμίγνυμι]].
|btext=ας (ἡ) :<br />mélange, relations, commerce réciproque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμίγνυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπιμιξία]] και [[ἐπιμειξία]]<br />Α και ἐπιμιξίη) [[επίμικτος]]<br />η [[διασταύρωση]] δύο ομάδων, φυλών ή λαών με [[επιγαμία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τεχνική]] [[αναπαραγωγή]] ζώων με την [[ένωση]] δύο αναπαραγωγέων που δεν ανήκουν σε γνήσιες γενιές<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επικοινωνία]], [[συνάφεια]], [[σχέση]] ανθρώπων («ἐπιμιξίαι μὲν [[ἦσαν]] τοῑς Ἀθηναῑοις καὶ Πελοποννησίοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> σαρκική [[επαφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για στοιχεία) [[συνδυασμός]], [[ένωση]].
}}
}}