3,277,121
edits
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />fonction de surveillant ; surveillance, direction.<br />'''Étymologie:''' [[ἐφίστημι]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />fonction de surveillant ; surveillance, direction.<br />'''Étymologie:''' [[ἐφίστημι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἐπιστασία]]<br />Α και ἐπιστασίη) [[επιστάτης]]<br /><b>1.</b> [[επίβλεψη]], [[επιτήρηση]]<br /><b>2.</b> [[φροντίδα]], [[επιμέλεια]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «Ἱερά Ἐπιστασία τοῡ ‘Αγίου Ὄρους» — το τετραμελές Εκτελεστικό Σώμα της μοναχικής πολιτείας του Ἁγίου Όρους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπηρεσία]] από αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες η οποία ασχολείται με την κανονική [[εξυπηρέτηση]] και [[λειτουργία]] ορισμένου τμήματος του σκάφους του πολεμικού ναυτικού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνώριση]], [[διάγνωση]]<br /><b>2.</b> [[εξουσία]], [[διοίκηση]] («τὰς πόλεις ἠλευθέρου τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐπιστασίας», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>3.</b> [[επίθεση]]. | |||
}} | }} |