Anonymous

ἐπισαλεύω: Difference between revisions

From LSJ
13
(6_6)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισᾰλεύω''': ἐπὶ πλοίου, εἶμαι ἀραγμένον που οὐχὶ ἐντὸς λιμένος, [[σαλεύω]] ἐπ’ ἀγκύρας, [[ἐπισαλεύω]] τοῦς ἀκρωτηρίοις Φιλόστρ. 740: - μεταφ., [[σαλεύω]], κινοῦμαι, ἐπ. τοῖς ὤμοις (ἴδε [[σαλεύω]] ΙΙ. 3), Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 45. ΙΙ. κυματίζω [[ἐπάνω]], ἡ [[κόμη]] ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ Φιλόστρ. 798· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ., Λουκ. Ἔρωτ. 40.
|lstext='''ἐπισᾰλεύω''': ἐπὶ πλοίου, εἶμαι ἀραγμένον που οὐχὶ ἐντὸς λιμένος, [[σαλεύω]] ἐπ’ ἀγκύρας, [[ἐπισαλεύω]] τοῦς ἀκρωτηρίοις Φιλόστρ. 740: - μεταφ., [[σαλεύω]], κινοῦμαι, ἐπ. τοῖς ὤμοις (ἴδε [[σαλεύω]] ΙΙ. 3), Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 45. ΙΙ. κυματίζω [[ἐπάνω]], ἡ [[κόμη]] ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ Φιλόστρ. 798· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ., Λουκ. Ἔρωτ. 40.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπισαλεύω]] (Α) [[σαλεύω]]<br /><b>1.</b> [[σαλεύω]] [[καθώς]] βρίσκομαι τοποθετημένος [[κάπου]] ή συνδεδεμένος με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για [[πλοίο]]) αγκυροβολημένος στα ανοιχτά [[σαλεύω]] [[πάνω]] στην [[άγκυρα]]<br /><b>3.</b> (για μαλλιά) [[κυματίζω]]<br /><b>4.</b> [[σαλεύω]], κινούμαι σπασμωδικά («οἱ δὲ τοῑς ὤμοις ἐπισαλεύοντες ὀρθοῑς ἐκτεταμένοις, γαλεαγκῶνες», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}