Anonymous

ἐπίμονος: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />persévérant, tenace, opiniâtre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμένω]].
|btext=ος, ον :<br />persévérant, tenace, opiniâtre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμένω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίμονος]], -ον) [[επιμένω]]<br />αυτός που παραμένει [[σταθερός]] σε [[κάτι]], που δεν αλλάζει [[γνώμη]] (α. «επίμονη [[προσπάθεια]]» β. «κατὰ πᾱσαν περίστασιν ἐπίμονον [[γενέσθαι]] τῇ γνώμῃ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πείσμων]], [[αμετάπειστος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συνεχίζεται με την [[ίδια]] [[ένταση]] (α. «επίμονοι πόνοι» β. «επίμονη [[βροχή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος παραμένει πολύ καιρό σ’ έναν [[τόπο]] («ἐπίμονον ποιεῑν τὸν στρατηγόν»).
}}
}}