Anonymous

ἐπιδρομή: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de courir contre ; incursion, attaque : [[ἐξ]] ἐπιδρομῆς PLAT au pied levé, d’emblée, à l’improviste.<br />'''Étymologie:''' ἐπιδραμεῖν, <i>inf. ao.2 de</i> [[ἐπιτρέχω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de courir contre ; incursion, attaque : [[ἐξ]] ἐπιδρομῆς PLAT au pied levé, d’emblée, à l’improviste.<br />'''Étymologie:''' ἐπιδραμεῖν, <i>inf. ao.2 de</i> [[ἐπιτρέχω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπιδρομή]])<br /><b>1.</b> αιφνιδιαστική και γρήγορη [[επίθεση]] ή [[εισβολή]] («οι επιδρομές τών βαρβάρων»)<br /><b>2.</b> αιφνιδιαστική και βίαιη [[μετακίνηση]] ή [[εμφάνιση]] («[[επιδρομή]] ακρίδων», «κυμάτων [[ἐπιδρομή]])»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κίνηση]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> σύντομη, βιαστική [[μελέτη]] ή [[εξέταση]] («ἐν τῇ ἐπιδρομῇ τῶν φιλοσόφων»)<br /><b>3.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[απόβαση]]<br /><b>4.</b> [[συγκέντρωση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ἐπιδρομῆς» — αιφνίδια, [[πρόχειρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δρομή]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δραμείν</i> απρμφ. αορίστου του [[τρέχω]]), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>δρεμ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>δραμείν</i> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]])].
}}
}}