Anonymous

ἐπιστητός: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut apprendre <i>ou</i> savoir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐπίσταμαι]].
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut apprendre <i>ou</i> savoir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐπίσταμαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιστητός]], -ή, -όν) [[επίσταμαι]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιστητό</i>(<i>ν</i>)<br />ό,τι μπορεί να μάθει καλά ο [[άνθρωπος]] και να το υποστηρίξει λογικά («το ἐπιστητὸν μαθητόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επί παντός του επιστητού»<br /><b>ειρων.</b> για όποιον νομίζει ότι τά ξέρει όλα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που μπορεί να αποτελέσει [[αντικείμενο]] επιστήμης, που μπορεί να κατανοηθεί πλήρως.
}}
}}