3,258,334
edits
(6_17) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίξηρος''': -ον, ξηρὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 969 ὁπωσοῦν [[ξηρός]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 15. | |lstext='''ἐπίξηρος''': -ον, ξηρὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 969 ὁπωσοῦν [[ξηρός]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίξηρος]], -ον (Α) [[ξηρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ξηρός]] στην επιφάνειά του («[[γλῶσσα]] [[ἐπίξηρος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> ο [[κάπως]] [[ξηρός]]. | |||
}} | }} |