Anonymous

ἐπίξηρος: Difference between revisions

From LSJ
13
(6_17)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίξηρος''': -ον, ξηρὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 969 ὁπωσοῦν [[ξηρός]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 15.
|lstext='''ἐπίξηρος''': -ον, ξηρὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 969 ὁπωσοῦν [[ξηρός]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 15.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίξηρος]], -ον (Α) [[ξηρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ξηρός]] στην επιφάνειά του («[[γλῶσσα]] [[ἐπίξηρος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> ο [[κάπως]] [[ξηρός]].
}}
}}