Anonymous

ἐπιμήκης: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />un peu long, oblong, allongé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μῆκος]].
|btext=ης, ες :<br />un peu long, oblong, allongé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μῆκος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΝ [[ἐπιμήκης]], -ες) [[μήκος]]<br />αυτός του οποίου το [[μήκος]] [[είναι]] μεγαλύτερο από το [[πλάτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτεταμένος]], [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> (για [[ανάστημα]]) [[ψηλός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. συγκρ. ως επίρρ.) <i>ἐπιμηκέστερον</i><br />για περισσότερο χρόνο.
}}
}}