Anonymous

ἔμπρακτος: Difference between revisions

From LSJ
11
(big3_14)
(11)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas y abstr. [[eficaz]], [[que surte efecto u obtiene resultados]] prácticos τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν Pi.<i>P</i>.3.62, de remedios medicinales ὅπως ἡ κένωσις ἐμπρακτοτέρα γίνηται para que la purga actúe con más eficacia</i> Philum. en Orib.45.29.5, cf. Dsc.1.39.2, ἔνπρακτ' ἐστὶν ἅπαντα καὶ εὔοδα καὶ πολυκερδῆ Orác. en <i>TAM</i> 3.35A.6 (Termeso, imper.), ἔμπρακτον ἀπάγγελλε τῶν ... ἀγραμμάτων τὴν διδασκαλίαν Ephr.Syr.1.279F, cf. Cyr.Al.<i>Mt</i>.4.11, ἔ. ῥητορική retórica práctica</i>, relativa a la vida ordinaria</i> ref. la retórica forense, dif. de la sofística y la política, Phld.<i>Rh</i>.1.17Aur.<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἔ. [[energía]], [[vigor]] de la oratoria, Longin.11.2<br /><b class="num">•</b>[[actividad]] física κατ' ἐπίστασιν τοῦ ἐμπράκτου τῆς διαίτης mediante la suspensión de la actividad que comporte su régimen de vida</i> Sor.3.2.69.<br /><b class="num">2</b> de pers. y anim. [[activo]], [[emprendedor]], [[dispuesto para la acción]] ἀνὴρ ... τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἔ. D.S.13.102, τόλμαν ἔχων ἔμπρακτον πρὸς πᾶσαν περίστασιν con una audacia capaz de afrontar cualquier situación</i> D.S.13.70, ἔμπρακτον τὸ ζῷον τοῦτο ἐποίησεν ὁ Θεός Chrys.M.60.257, cf. Basil.M.31.1348D<br /><b class="num">•</b>[[que está en activo]] en el desempeño de un cargo οἱ ἔμπρακτοι ἄρχοντες ταύτης τῆς ... πόλεως <i>Cod.Iust</i>.1.2.24.1, cf. Iust.<i>Nou</i>.70 tít., ἔ. δομέστικος Λαγκιαρίων <i>JHS</i> 22.1902.353 n.97 (Licaonia, biz.).<br /><b class="num">3</b> ἔ. ἡμέρα [[día laborable]], [[día apto para hacer gestiones públicas]] op. [[ἄπρακτος]] <i>POxy</i>.1882.14 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>tb. astrol. [[día propicio para la acción]] περὶ ἀπράκτων καὶ ἐμπράκτων ἡμερῶν Heph.Astr.3.6 tít., cf. 3.23 tít., Vett.Val.90.8.<br /><b class="num">II</b> [[sujeto a la ejecución, al cobro ejecutivo de una multa]] ἔ. ἔστω Εὐβώλυ ἁ πόλις τῶν Ἐρχομενίων <i>IG</i> 7.3171.54 (Orcómeno III a.C.), cf. <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.137.14 (Calidón II a.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[de modo efectivo]], [[eficazmente]] Phld.<i>Lib</i>.fr.80.10, ἐ. βοηθεῖ ὁ ἐλλέβορος Archig. en Aët.12.1 (p.22).<br /><b class="num">2</b> [[de modo emprendedor]] ἀνδρὸς ἐ. βιωσομένου δόξαν ἔσχεν adquirió la reputación de un hombre llamado a cumplir grandes empresas</i> Plu.<i>Sert</i>.4.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas y abstr. [[eficaz]], [[que surte efecto u obtiene resultados]] prácticos τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν Pi.<i>P</i>.3.62, de remedios medicinales ὅπως ἡ κένωσις ἐμπρακτοτέρα γίνηται para que la purga actúe con más eficacia</i> Philum. en Orib.45.29.5, cf. Dsc.1.39.2, ἔνπρακτ' ἐστὶν ἅπαντα καὶ εὔοδα καὶ πολυκερδῆ Orác. en <i>TAM</i> 3.35A.6 (Termeso, imper.), ἔμπρακτον ἀπάγγελλε τῶν ... ἀγραμμάτων τὴν διδασκαλίαν Ephr.Syr.1.279F, cf. Cyr.Al.<i>Mt</i>.4.11, ἔ. ῥητορική retórica práctica</i>, relativa a la vida ordinaria</i> ref. la retórica forense, dif. de la sofística y la política, Phld.<i>Rh</i>.1.17Aur.<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἔ. [[energía]], [[vigor]] de la oratoria, Longin.11.2<br /><b class="num">•</b>[[actividad]] física κατ' ἐπίστασιν τοῦ ἐμπράκτου τῆς διαίτης mediante la suspensión de la actividad que comporte su régimen de vida</i> Sor.3.2.69.<br /><b class="num">2</b> de pers. y anim. [[activo]], [[emprendedor]], [[dispuesto para la acción]] ἀνὴρ ... τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἔ. D.S.13.102, τόλμαν ἔχων ἔμπρακτον πρὸς πᾶσαν περίστασιν con una audacia capaz de afrontar cualquier situación</i> D.S.13.70, ἔμπρακτον τὸ ζῷον τοῦτο ἐποίησεν ὁ Θεός Chrys.M.60.257, cf. Basil.M.31.1348D<br /><b class="num">•</b>[[que está en activo]] en el desempeño de un cargo οἱ ἔμπρακτοι ἄρχοντες ταύτης τῆς ... πόλεως <i>Cod.Iust</i>.1.2.24.1, cf. Iust.<i>Nou</i>.70 tít., ἔ. δομέστικος Λαγκιαρίων <i>JHS</i> 22.1902.353 n.97 (Licaonia, biz.).<br /><b class="num">3</b> ἔ. ἡμέρα [[día laborable]], [[día apto para hacer gestiones públicas]] op. [[ἄπρακτος]] <i>POxy</i>.1882.14 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>tb. astrol. [[día propicio para la acción]] περὶ ἀπράκτων καὶ ἐμπράκτων ἡμερῶν Heph.Astr.3.6 tít., cf. 3.23 tít., Vett.Val.90.8.<br /><b class="num">II</b> [[sujeto a la ejecución, al cobro ejecutivo de una multa]] ἔ. ἔστω Εὐβώλυ ἁ πόλις τῶν Ἐρχομενίων <i>IG</i> 7.3171.54 (Orcómeno III a.C.), cf. <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.137.14 (Calidón II a.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[de modo efectivo]], [[eficazmente]] Phld.<i>Lib</i>.fr.80.10, ἐ. βοηθεῖ ὁ ἐλλέβορος Archig. en Aët.12.1 (p.22).<br /><b class="num">2</b> [[de modo emprendedor]] ἀνδρὸς ἐ. βιωσομένου δόξαν ἔσχεν adquirió la reputación de un hombre llamado a cumplir grandes empresas</i> Plu.<i>Sert</i>.4.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπρακτος]], -ον)<br />Ι. <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκδηλώνεται στην [[πράξη]] («έμπρακτη [[αγάπη]], [[φιλανθρωπία]] κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> «έμπρακτη [[μετάνοια]]» — [[μετάνοια]] που εκδηλώνεται με [[αποζημίωση]] [[προς]] τον αδικημένο<br /><b>μσν.</b><br /><b>(νομ.)</b> (για [[αξίωμα]]) αυτός που ασκείται<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>2.</b> [[αποτελεσματικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να εκτελεστεί<br /><b>2.</b> [[ευνοϊκός]]<br /><b>3.</b> [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που κατέχει [[αξίωμα]] ή [[αρχή]]<br /><b>5.</b> αυτός από τον οποίο επιτρεπόταν να απαιτηθεί η [[πληρωμή]] χρέους<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔμπρακτος]] ἡμερα» — αυτή [[κατά]] την οποία επιτρεπόταν να διενεργηθούν νομικές πράξεις. ΙΙ. <b>επίρρ.</b> <i>εμπράκτως</i><br />με πράξεις, με έργα, έμπρακτα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεγαλοπρεπώς]], επιδεικτικώς («προῆλθεν ἐμπράκτως μόνη [[χωρίς]] τοῡ ἀνδρὸς ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ», Θεοφάν.)<br /><b>2.</b> στην [[πραγματικότητα]], αληθινά<br /><b>αρχ.</b><br />δραστηρίως [[ενεργητικώς]].
}}
}}