Anonymous

ἐπιτηδευτός: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_10)
(14)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτηδευτός''': -ή, -όν, ἐπιτετηδευμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[φυσικός]], Συνέσ. 63C.
|lstext='''ἐπιτηδευτός''': -ή, -όν, ἐπιτετηδευμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[φυσικός]], Συνέσ. 63C.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτηδευτός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που γίνεται με [[επιτήδευση]], με υπερβολική [[ακριβολογία]], [[επιτηδευμένος]], [[προσποιητός]], [[πλαστός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτηδευτῶς</i> ή <i>ἐπιτηδεύτως</i> (Α)<br />με επιτηδευμένο, εξεζητημένο τρόπο, με [[επιτήδευση]].
}}
}}