Anonymous

ἐπιτολή: Difference between revisions

From LSJ
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />lever d’un astre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτέλλω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />lever d’un astre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτέλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπιτολή]]) [[επιτέλλω]]<br />[[ανατολή]], [[εμφάνιση]] αστεριού στον ορίζοντα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εντολή]], [[διαταγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[περίοδος]] [[κατά]] την οποία εμφανίζεται ένα [[αστέρι]] στον ουρανό («πᾱν ἐξείργαστο περὶ ἀρκτούρου ἐπιτολάς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ανατολή]] ενός αστεριού [[αμέσως]] [[πριν]] από την [[ανατολή]] ή [[μετά]] τη [[δύση]] του ηλίου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπιτολαὶ ἀνέμων» — [[έγερση]] ανέμου<br />β) «ἐπιτολαὶ ποταμοῡ» — [[πηγή]].
}}
}}