Anonymous

εὔβρωτος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_18)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔβρωτος''': -ον, ὁ καλὸς πρὸς βρῶσιν ἐπὶ εἴδους ἄρτου, [[εὔβρωτος]] πρὸς ξηροφαγίαν Ἀθήν. 113Β· τινὶ Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 582 Β.
|lstext='''εὔβρωτος''': -ον, ὁ καλὸς πρὸς βρῶσιν ἐπὶ εἴδους ἄρτου, [[εὔβρωτος]] πρὸς ξηροφαγίαν Ἀθήν. 113Β· τινὶ Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 582 Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔβρωτος]], -ον (Α)<br />ο [[καλός]] για [[φάγωμα]] («[[εὔβρωτος]] πρὸς ξηροφαγίαν», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]])].
}}
}}