Anonymous

ἑσμός: Difference between revisions

From LSJ
1,229 bytes added ,  29 September 2017
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> essaim d’abeilles;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> essaim, troupe;<br /><b>3</b> siège.<br />'''Étymologie:''' [[ἕζομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> essaim d’abeilles;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> essaim, troupe;<br /><b>3</b> siège.<br />'''Étymologie:''' [[ἕζομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ἑσμός]])<br /><b>1.</b> (για μέλισσες ή σφήκες) [[σμήνος]]<br /><b>2.</b> [[πλήθος]], [[αγέλη]], [[ομάδα]] («ὁ ἑσμὸς τῶν γυναικῶν», <b>Αριστοφ.</b><br />«ο [[εσμός]] τών αιχμαλώτων», Βιζυην.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. [[έζομαι]], ενώ πιο πειστική [[είναι]] η [[ερμηνεία]] της λ. από σύνθετο <i>ε</i>-<i>σμός</i>: α’ συνθετικό <i>ε</i>-, συνδεόμενο με το ρ. [[ίημι]] (<b>[[πρβλ]].</b> β’ εν. πρόσ. αορ. προστ. <i>έ</i>-<i>ς</i>, μτχ. μέσ. αορ. <i>έ</i>-<i>μενος</i>)<br />β’ συνθετικό [[επίθημα]] -<i>σμος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δα</i>-<i>σμός</i>, <i>σει</i>-<i>σμός</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[ἑσμός]], ὁ (Α) [[ίημι]]<br />(για πράγματα) [[καθετί]] που υπάρχει σε [[αφθονία]] («ἑσμοί γάλακτος», ποτάμια γάλακτος, <b>Ευρ.</b>).
}}
}}