Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίληπτος: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />pris sur le fait.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλαμβάνω]].
|btext=ος, ον :<br />pris sur le fait.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλαμβάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίληπτος]] και ιων. τ. [[ἐπίλαμπτος]], -ον (Α) [[επιλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω («καὶ πῶς [[ἐπίληπτος]] ᾑρέθη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αξιοκατάκριτος, [[επιλήψιμος]]<br /><b>3.</b> [[ανίκανος]], [[ανίσχυρος]]<br /><b>4.</b> αυτός που πάσχει από [[επιληψία]].
}}
}}